United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και την επώλησα και μου έδωκαν αυτά τα χρήματα. — Καλά σου την επλήρωσαν, είπεν ο μεγάλος Κλώσος, και υπήγεν οπίσω, επήρε τον πέλεκύν του και εσκότωσεν αμέσως την νόναν του, την έβαλεν εις μίαν άμαξαν και υπήγεν εις την πόλιν, και ηύρεν ένα φαρμακοπώλην, και τον ηρώτησεν αν θέλη ν' αγοράση μίαν γραίαν αποθαμένην. — Πού την ηύρες; ηρώτησεν ο φαρμακοπώλης. — Είναι η νόνα μου.

Επί τέλους την ηύρεν ένας άνθρωπος, ο οποίος την έστειλε, μαζή με άλλα τρία νομίσματα, να πάρη τον αέρα της. — Τι ευχάριστον πράγμα, έλεγεν η δραχμή, να βλέπη κανείς τον κόσμον, και να παρατηρή νέα πράγματα και νέα πρόσωπα. Αλλά από τότε ήρχισαν τα παθήματά της.

Όταν ο Ρούντυ μερικάς ημέρας βραδύτερον επεσκέφθη τον Μύλον, ηύρεν εκεί τον νεαρόν Άγγλον· η Μπαμπέττα ίσα-ίσα εσκέφθη να προσφέρη εις αυτόν βρασμένες πέστροφες, που με τα ίδια τα χέρια της της εκαρίκευσε με μαϊντανό διά να του φανούν πολύ ορεκτικαί. Αλλά αυτό δεν ήτο καθόλου αναγκαίον.

Εστοχάζονταν εκείνο, όχι διά ένα όνειρον, μα διά μίαν έκστασιν και σηκωνώμενη με απόφασιν διά να κάμη αυτό το ταξείδι που εις τον ύπνον είδεν, επήγε και ηύρε τον Δαλήκ, και του εδιηγήθη το όνειρον λέγοντάς του, πως εξ αποφάσεως θέλει να μισεύση· διά να μη την παρακούση, έκλινε να της κάμη το θέλημα, και επήγεν εις τον γιαλόν, και ηύρεν ένα καράβι, που εις δύο ημέρας ήθελε να μισεύση δι' αυτό το νησί, και εσυμβιβάσθη με τον καραβοκύρην διά να τους φέρη εκεί.

Εδώ ετελείωσεν η Χαλιμά την ιστορίαν της, την οποίαν ηύρεν ο βασιλεύς Αϊδήν πολλά περίεργον και νόστιμην, και πάλιν άρχισε να την επαινή, και να της κάνη νέα χαρίσματα μεγάλης τιμής άξια, ανάμεσα εις τα οποία της εχάρισεν ένα διαμάντι μεγάλον ωσάν αυγό χήνας, δεμένον ολόγυρα με χρυσάφι, και ένα καρβούνι ομοίας μεγαλειότητος, το οποίον την νύκτα έλαμπε πολλά περισσότερον από ένα λαμπρόν φως.

Ήκουσα βραδύτερον την θύραν της αυλής ανοιγομένην και τον Ζενάκην αποχαιρετίζοντα τον Αγάν. Η θύρα εκλείσθη, αλλ εγώ δεν εκινήθην. Δεν είχα το θάρρος να εξετάσω τι απέγεινεν. Ήλθεν ο Ζενάκης και με ηύρεν εις τον κήπον. ― Τα εσυμβιβάσαμεν, Λουκή. Πηγαίνει να μας φέρη την κόρην. Απόψε θα την έχωμεν. Εχύθην εις τον λαιμόν του και τον εφίλησα και έκλαυσα.

Θα βρήτε γρόσια, λέτε; μη σας ωνείρεψε; Αχ, παιδιά μου, θα βρήτε και σεις γρόσια, όσα ηύρεν ο Δημήτρης ο Στόγιος, κι' ο Ντούσκος, κι' ο Γιάννης ο Σπίης, κι' ο Τσιμτσιός, κι' ο Λεγαντής, και τόσοι άλλοι, κι' ο Αποστόλης ο Κακόμης, κι' ο Γιάννης της Μυλωνούς.

Ο Andersen είναι τέλειος ποιητής εις πάντα τα έργα του εξ αρχής· ως φανταστικός διηγηματογράφος αποβάλλει το δυσοίωνον και βαρύ του Γερμανού. Ο ρωμαντισμός ηύρεν εν αυτώ νηφαλίαν περιεσκεμμένην και ήρεμον φύσιν και μεταβάλλεται εις μειδιώντα και ειδυλλιακόν τόνον.

Τότε ο Καλίφης είπε του Βεζύρη του· έπαρε ευθύς δέκα χιλιάδες καβάλλαν, και σύρε να τους πιάσης και να τους φυλακώσης. Ο βεζύρης υπήκουσε, και εν τω άμα επήρε τους στρατιώτας και εμίσευσεν. Ας ξαναγυρίσωμεν τώρα εις τον Αμπτούλ διά να ιδούμεν την αιτίαν, που δεν τον ηύρεν ο βεζύρης εις το κοιμητήριον, εις το οποίον τον είχον αφήσει.

Αυτά 'πε• τότε μόνος του εσκέφθη ο Νεστορίδης πώς θα 'στεργε και θα 'καμνεν, ως πρέπει, ό,τ' είπ' εκείνος. και ιδού τι συμφερώτερον ηύρεν απ' όλα ο νους του.