United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν και ο κυρ Γιάννης τον απέφευγεν· ούτε να τον αντικρύση, ούτε να τον ίδη κατά πρόσωπον δεν ήθελεν αυτός από τον οποίον ήλπισε σωτηρίαν και ο οποίος εγνώριζε καλλίτερον παντός άλλου πώς τα εύρε και τα διέθεσε τα χρήματα του ζωεμπόρου!. . .

Όλοι εγέλασαν προς το σκηνικόν τούτο του κραιπαλώντος, αλλ' ο Μανώλης τον ανεκάλεσεν·Έλα δω, κουμπάρε! Ο Γιάννης της Χρυσάφους, επιστρέψας, εστάθη ενώπιον του Μανώλη. — Εις τους ορισμούς σου, κουμπάρε. — Θέλω, είπε, να μας δώσετε απόδειξιν αναμφισβήτητον της πίστεώς σας εις τα δύο κόμματα. — Τι απόδειξιν;

Θέλω να πω, Αντωνέλλο, πως για την αδερφή σου είνε γαμπρός και . . . καλός, μου φαίνετ' εμένα, είπεν ο καπετάν Γιάννης τονίζων μίαν μίαν τας λέξεις. Να καλοϋπανδρεύση την αδελφήν του ο Αντωνέλλος δεν ήθελ' ευτυχίαν μεγαλειτέραν ήτο το προσφιλέστερόν του όνειρον τούτο δε επί πλέον, θα έλυε και τα ιδικά του δεσμά . . .

Η κάκω η Μήτραινα τες πλειότερες φορές δεν τους απολογιώνταν, αλλ' όταν την παραφούρκιζαν, τα κακολογούσε: — Ουγκζού! Να δαγκάσετε τη γλωσσά σας! Ουγκζού! Κακό χρό..... να μην έχετε! Έτσι λέτε σεις να μην έλθη ο Γιάννης μου! Μωρέ θάρθη, παλιόπαιδα, και θα σκάσετε!.... Στο τέλος άλλαζε τη φωνή της και τάπιανε με το καλό: — Σωπάτε, παιδάκια μ'! Σωπάτε καλημέρα σας!

Εγώ βάζω το γάιδαρό μου! ανέκραξεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Κ' εγώ το βώδι μου! εφώναξεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. — Ο γάιδαρός σου ας έχη ζωή, κουμπάρε Γιάννη, και το βώδι σου σού χρειάζεται διά να ζήσης, Κωνσταντή Καλόβολε.

Άκουσες να τρελλαθή άνθρωπος από αγάπη; Ακουστά τώχα κ' εγώ στα παραμύθια. Όλοι οι άνθρωποι, βλέπεις, ένα πράμμα δεν είνε. Άλλος γεννιέται έτσι κι' άλλος γεννιέται αλλοιώς. Με το ζώδιό του καθένας. Ένας μερακλής και βερεμιάρης, κι' άλλος γλεντζές και καρφί δεν του καίγεται.. — Σωστά τα λες! είπε ο Καπετάν Γιάννης ξερά-ξερά, σκυμμένος απάνω στο μαρκούτσι του. — Έτσι τα κόβει το ξερό μου.

Και πού είν' αυτός ο Γιάννης ο Πανταρώτας; — Με καρτερεί στη βάρκα. — Πώς δεν τον παρουσιάζεις ποτέ; — Ολημέρα στην πιάτσα βρίσκεται· αδειάζει απ' το μεθύσι; — Κ' εμπιστεύεσαι συ, να ταξειδεύης με μέθυσον; — Τον έχω διά τον τύπο, επειδή έτσι το θέλει ο νόμος. Εγώ αξίζω για δυο. Και ο λιμενικός υπάλληλος εφόρει τα γυαλιά του και του έδιδε τα χαρτιά.

Κεδά; είπε με μισή φωνή. — Είντα μπορούμε να κάμωμε; Τούρκο με θέλει τούρκος θα γενώ. — Νουσουμπέτι να τουρθή! καταράστηκε η Σιφογιάννενα, αλλά και φρόντισε να χαμηλώση τη φωνή της. — Α δεν κάμω το θέλημά του, κατές είντα θα γενή. Με βαθύ αναστεναγμό η γυναίκα είπε: — Ω Χριστέ μου! Έπειτα: — Κείντα θα κάμης εδά; — Πρώτα πρώτα θα πάψω να λέωμαι Γιάννης και θα λέωμαι Τζαφέρης.

Εις τους αλιείςδιηγήθη ο Γιάννης όταν ανεξήχθη και συνήλθεν εκ της λιποθυμίας, πρώτον με το ρακί, είτα με μικράν τροφήν και ολίγον οίνονότι ήτο άνθρωπος άτυχος, οπού τον κατέτρεχαν οι αγάδες, αλλά και μερικοί χριστιανοί προδόται, επειδή ήτο φιλελεύθερος και συνεννοείτο με τους αρματωλούς και τους κλέφτας, αντιπέραν εις την Ρούμελην. Οι άνθρωποι τον επίστευσαν, ως εικός.

Καμμιά φωνή δεν τον καλονύχτισε τώρα. Κ' οι συντρόφισσές του, οι αχώριστες οι έγνοιες κ' οι λαχτάρες, τον αφήσανε κι' αυτές και φύγανε μακρυά. Τα κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας: — Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα... — Να τονε. Με τα σκυλιά πάλε θα τα βάλη! Να το δης: Είπε ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχροινός, δείχνοντας με το δάχτυλο κατά το μώλο και ρουφώντας τον ναργιλέ του.