United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος ο Γιάννης ο Κούτρης αφήκε τον όνον του ήσυχον, και ο μπάρμπα-Γεώργης τ' Παναγιώτ' ως διά να ευχαριστήση τον μιμικόν, εξέφερε προς αυτόν ιδίως αποτεινόμενος, προς επισφράγισιν του συμποσίου, την τελευταίαν της ημέρας πρόποσίν του, ήτις ήχησεν υπόκωφος, ως να εξήλθεν από τον πάτον της φλάσκας, πλέον να κλώζη και να φυσά. — Κη τ' χρον' με του καλό να σας βρω! Ο Γιάννης ο Κούτρης απήντησε.

Όλ' η νύχτα δική μας είνε. Έχουμε καιρό να φθάσουμε. Ο Γιάννης ο Κούτρης υπεχώρησε, μη έχων άλλως να πράξη. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον επιτραχήλι, και ήρχισε ν' αναγινώσκη την παννυχίδα, και το &Κύματι θαλάσσης& όλα διαβαστά.

Αλλά καλόβολος φυσικά, ως ήτο, ο καπετάν Γιάννης και ανοιχτόκαρδος, δεν τον ήλεγξε πολύ πικρά τον νεαρόν ναύκληρον, γιατί τον εγνώριζε «περήφανον στη δουλειά του» πάντοτε.

Εντός της οικίας και περί αυτήν δεν εφαίνετο ψυχή, αλλ' εις τον κήπον γέρων κηπουρός έσκαπτε μετά κόπου το χώμα. Ανεγνώρισα την μορφήν του. Ήτο ο ιδικός μας κηπουρός, ο γέρων Γιάννης του οποίου την θυγατέρα ηύρα υπηρετούσαν εις την οικίαν του Μαυρογένη εις Τήνον.

Ο άνθρωπος είδε τας δύο μαυροφόρας, άμα έφθασαν πλησίον εις τον περίβολον, να ίστανται προς στιγμήν ενώπιον της πύλης, ως να εδίσταζον. Ο Γιάννης της Στάμαινας εκρύβη όπισθεν προεξέχοντος όχθου της κυρτωμένης λοφιάς του υψώματος και τας παρετήρει με άπληστον περιέργειαν.

Όταν τον έβλεπεν ο Γιάννης, τότε ησθάνετο άκραν ευθυμίαν, κ' ενετρύφα εις την θέαν του. Ο Ιωακείμ ίστατο εις την άλλην γωνίαν του Τέμπλου δεξιά και συνήθως του έδιδον οι ψάλται να διαβάση το ψαλτήρι. Ο Γιάννης δεν εχόρταινε να τον κυττάζη, κ' εγέλα, εγέλα με ηδονήν άρρητον. Και όταν δεν ήτο πανηγύρι ο Γιάννης με το γαϊδουράκι έτρεχε συνήθως εις την εξοχήν.

Άκου νακούσης τώρα, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Όπου νάνε θαρχίση η παράσταση. Δεν απολείπει καθεμέρα. — Αμ! τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου! τούκαμε ο Μιχαληός ο Μακαράς, παίρνοντας την ανάσσα του σαν να χασμουργιότανε και σαν ναναστέναζε μαζί.

Εκείνη ήνοιξε την ποδιάν της και ο Αντωνέλλος έχυσε μέσα όλα τα τάλληρα του μανδηλιού του. — Να τα κάμης ό,τι θες· επρόσθεσε. Ο γαμβρός του εδόθη εις γέλωτα θορυβώδη. — Γέλα όσο θες, είπεν ο Αντωνέλλος· έχεις ακόμα να μου δίνης εκατό τόσα τάλλαρα, εκείνη τη παλαιά διαφορά! — Καλά, καλά, είπεν ο καπετάν Γιάννης, μη παύων να γελά.