Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Ο Γιάννης ο Μακαρίτης πετάχθηκε απάνω θυμωμένος, έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και τράβηξε ένα μικρό πραμματάκι από μέσα. — Το βλέπεις αυτό; — Ένα δαχτυλίδι. — Το δαχτυλίδι του Καπετάν-Πρέκα. Τι λες τώρα; — Πώς βρέθηκε στα χέρια σου; — Δική μου δουλειά. Το βρήκα στο μώλο... — Γιατί δεν τώδωκες στην Εξουσία; — Την Εξουσία σου είπα την έχω απαυτώσει.
Την είδε δύο φοραίς με τα μάτια της η γρηά Παντελού, και ο υιός της ο Γιάννης, και διάφοροι άλλοι γείτονες.
Πέραν, επί του μικρού οροπεδίου, προ της οικίας, η πενθερά του εφώναζεν ακόμη βραχνάς κραυγάς, τας οποίας έπαιρνε μακράν ο άνεμος, χωρίς ο Γιάννης ν' ακούη τι έλεγεν εκείνη. Η Φραγκογιαννού ωμίλει με θάρρος, κ' εφαίνετο ότι ήξευρε τι έλεγε. — Πώς γίνεται αυτό, ποτέ, ανέκραξεν ο Γιάννης. Είσαι καλά, χριστιανή μου; — Αυτό γίνεται, επέμενεν η Φραγκογιαννού.
Τότε η Χαδούλα εστάθη, κ' εφώναξε μακρόθεν προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον· — Φεύγω! . . . Πάω να . . . Ο Γιάννης ο Λυρίγκος είχε τρέξει ακόμη ολίγα βήματα, κ' ήλθε πλησιέστερα προς την Φραγκογιαννού. Τότε κι' αυτή, αποφασιστικώς, προέβη δύο ή τρία βήματα πλησιέστερα προς εκείνον. Η Φραγκογιαννού επεκαλέσθη εις βοήθειαν όλην την ετοιμότητά της. Ηυτοσχεδίασε.
Ο Αγησίλαος ουδέν απήντησεν, αλλ' εξελθών της αιθούσης, και καλέσας τον υπηρέτην του Γιάννην, είπεν εις αυτόν ολίγας λέξεις ταπεινή τη φωνή. Μετά τινας στιγμάς ο Γιάννης έκρουεν, ως είδομεν ήδη, την θύραν του κυρ Δημήτρη.
― Τώρα, τους σάκκους εις τον ώμον και εμπρός! ― Πού πηγαίνομεν ; ― Εις Νεοχώρι. ― Ο δρόμος πολύς και το σκότος βαθύ. ― Τόσον το καλλίτερον, Γιάννη. Δεν θα μας ιδή κανείς. ― Αλλά πώς θα έμβωμεν εις το Νεοχώρι με τους σάκκους εις τον ώμον ; Και αυτός είναι σχισμένος. Ημπορούν να πέσουν τα πράγματα. Στάσου να ιδής. Και έφυγε τρέχων ο Γιάννης.
Δίπλα του πρόθυμος διά να τον βοηθή εκάθητο, ακουμβών επ' αυτού του τοίχου της εκκλησίας, ανθρωπίσκος τις εκ της πόλεως, όστις δεν είχεν εννοηθή πότε και πώς είχεν έλθη εκεί, ο Γιάννης ο Μπουκώσης.
Ο Γιάννης της Στάμαινας δεν εφοβείτο ούτε τα στοιχειά ούτε τους βρυκόλακας. Έφερεν επ' ώμου την καραβίναν του, την οποίαν είχε λάβει αφ' εσπέρας από την δημαρχίαν. Το μέρος, όπου έβαινεν, αντίκρυζε το νεκροταφείον της κωμοπόλεως. Ήτο την νύκτα της τετάρτης, περί τα τέλη Ιανουαρίου, πέντε ημέρας μετά την ταφήν του μικρού Στέλιου.
Μόνον ο Γιάννης της Κ'σάφους τελευταίον είπεν ότι «δεν του γεμίζει το μάτι κι' αυτός και το μαγαζί του». Ο κάπηλος επειράχθη τότε και ήρχισε να τους ονειδίζη σκληρώς, αλλ' ο Κωνσταντής ο Καλόβολος με ατάραχον μειδίαμα του είπεν ότι, «αν θέλη να έχη μαγαζί, πρέπει να έχη και κοιλιά σαν το μαγαζί του, μεγαλείτερη μάλιστα απ' το μαγαζί του».
Ήτο ο Γιάννης ο Κάνταρος, τελευταίον λείψανον της πάλαι πολυπληθούς εν Ευβοία οικογενείας των Κανταραίων. Ο άνθρωπος έφευγε την τουρκικήν εξουσίαν, επειδή είχε καταγγελθή ως αδελφοκτόνος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν