Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Ο Αρβανίτης ο Γιάννης, σαν τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια, του λέει: — Ωρέ, να μη λάθεψε και σ' έπιακε με κάναν τράγο η μάνα σου στη στάνη; Ο πιστικός εγέλασε πάλι βλακίστικα χωρίς να ειπή λόγο. — Είνε μεγάλο το χωριό σου ωρέ; Του κάνει πάλι ο Αρβανίτης. — Κασαμπάς, σαν τα Γιάννινα. — Όχι δα, λάθεψες, σαν την Πόλη ήθελες να πης, του λέει γελιώντας ο Πολιάνος.
Θα έκαμνε πως δεν τον είδε, και θα εκύταζε, &ντου-γρού, προς το άγιον βήμα, χωρίς να στραφή επί στιγμήν προς δυσμάς, ωσάν θεοφοβούμενος πού ήτον, ν' ακούση μετά προσοχής την λειτουργίαν του. Ήτο εν τω δικαίω του, ευρίσκετο εις το κατάμερόν του... Αλλ' ενταύθα ο Γιάννης ο Κούτρης επάγωσεν, ο παλμός εσταμάτησε προς στιγμήν. Δεν ευρίσκετο εις το κατάμερόν του!
Όθεν, εις τον καιρόν εκείνον, δεν έμειναν πλέον, εκτός των θηλειών, ειμή δύο Κανταραίοι αδελφοί, ο Νικόλαος, σχεδόν τεσσαρακοντούτης, κι' ο Γιάννης τριακονταπεντούτης.
Είταν τόσο βέβαιη η κάκω η Μήτραινα, ότι θάρχονταν, χωρίς άλλο, ο Γιάννης της εκείνο το πρωί, που μπορούσε να στοιχηματίση το κεφάλι της το ίδιο.
Πόσαι οικογενειακαί θαλίαι είχον τελεσθή το πάλαι υπό τους βαθυφύλλους κλάδους της, πόσα άκακα ερωτικά ζεύγη είχον εύρη ποτέ καταφύγιον εις την σκιάν της. Και είτα εις τον Άγ. Ηλίαν και εις τον Άγ. Όλα ευωδίαζον άνοιξιν και απλότητα και χαράν. Εκεί έστεκεν ο Γιάννης, και ήκουε γελών τα υπαγορεύματα των γυναικών, τας απηχήσεις και τους &ασπασμούς& του παπά.
— Θα βρήτε γρόσια, λέτε; μη σας ωνείρεψε; Αχ, παιδιά μου, θα βρήτε και σεις γρόσια, όσα ηύρεν ο Δημήτρης ο Στόγιος, κι' ο Ντούσκος, κι' ο Γιάννης ο Σπίης, κι' ο Τσιμτσιός, κι' ο Λεγαντής, και τόσοι άλλοι, κι' ο Αποστόλης ο Κακόμης, κι' ο Γιάννης της Μυλωνούς.
Κατά το δειλινό, σαν άρχισε να γέρνη ο ήλιος, ο ένας ο εργάτης, εκεί πού έσκυφτε στη δουλειά του, κι' ο Γιάννης, με το τσιμπούκι του αναμμένο, εκάθητο σ' ένα μεγάλο κούτσουρο, και τον εκύτταζε πώς δουλεύει, δύο-τρία βήματα παρέκει, εκεί ο εργάτης βρίσκει κάτω στη γης ένα τάλλαρο, κολοννάτο.
Ο Γιάννης είχεν ανάψει διά μαναλίου όλα τ' απόκηρα, όσα είχεν ευρεί εκεί, είχε χύσει το λάδι από τα κανδήλια, είχε κενώσει όλον το λαδικόν, που εύρεν εις το ερμάρι της βορειοδυτικής γωνίας, και είχε κατορθώσει να τ' ανάψη ως πυροφάνι, μόνον δύο κανδήλια εκ των επτά ή οκτώ των προ του Τέμπλου και του προσκυνητηρίου, και ηυφραίνετο ψάλλων το «&Χριστός Ανέστη&, όπως αυτός ήξευρεν.
Με όλα τα κρεμάσματα. και τας εντριβάς, τα οποία εφήρμοσεν αύτη, τα δύο κοράσια απέθαναν. Το πρωί έτρεξεν ο Γιάννης εις την πολίχνην διά να δώση είδησιν εις τας αρχάς, ενώ η Φραγκογιαννού μείνασα οπίσω εσυντρόφευε την άρρωστην μητέρα, κλαίουσαν και οδυρομένην, εξασκούσα και το έργον της παρηγορητρίας, σιμά εις το επάγγελμα της ιάτρισσας.
Και μας εζάλιζε η αντιλιάδα που βάριε 'ςτα πετρώματα κ' έπεφτε σα χεριά πύρινη 'ςτα κουρασμένα μάτια μας. Ξεφόρτωσαν 'ςτον ίσκιο οι αγωγιάτες. Τέσσερες αγωγιάτες, ψηλοί βλάχοι, με τες άσπρες μάλλινες φορεσιές, με ξουρισμένους τους σβέρκους και τους τσαμπάδες κοντούς αρβανίτικους. Ο Χίτας ο Πολιάνος, ο Γιάννης ο Αρβανίτης, ο Γάκης ο Γκιτρίμης κι ο Ντούλας ο Μπαρμπούτας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν