Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Το είχε κομποδεμένο εκείνη την ημέρα, ότι θάρχονταν ο Γιάννης της, χωρίς άλλο, ξημερόνοντας η γιορτή του, κι' από την παραμονή, χωρίς να βγη καθόλου στ' αγνάντια, έσφαζε την παχύτερη της την κόττα, τη ζεματούσε, τη μαδούσε, και την έβανε να βράση, σκούπιζε το σπίτι καλά καλά, έστρωνε την πρόκοβα της τη νυφιάτικη στην κορφή κι' έδενε την σκύλλα στην κρικέλλα, για νάνε όλα έτοιμα το πρωί, και να μην έχη άλλη δουλειά, παρά να πάη μόνο στην εκκλησιά, κι' ούδ' άλλο, κι' ούδ' άλλο.

Αν δεν ήμουν τόσο μικρός, θα διάκρινα ίσως ένα μικρό δισταγμό ατή φωνή της όταν μούπε: — Δεν τον αγαπώ... καθόλου. Το Βαγγελιό είπε ψέμα, γιατί το Γιάννη τον αγαπούσε. Ο Γιάννης όμως δεν την αγαπούσε αληθινά ή άλλαξε γνώμη και μετά κάμποσον καιρόν αρραβώνιασε άλλη.

— Κ' εγώ, για την αγάπην σου, κυρ-Λάμπρο! εφώνησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. — Δεν είνε ανάγκη να θυσιάσης της προβατίναις, κουμπάρε Γιάννη, το κριάρι, μας αρκεί. — Βάζω το κριάρι, είπεν ο Γιάννης. — Κ' εγώ βάζω τέσσαρα ζευγάρια κόττες που έχω, είπεν ο Κωνσταντής.

Ενώ ο ιερεύς έλεγεν ομαλή τη φωνή τα ειρηνικά, και ηύχετο υπέρ της ευσταθείας των εκκλησιών, ευφορίας των καρπών της γης, κτλ. όπισθεν του πρώτου πελωρίου κορμού της χιλιετούς δρυός, ον τρεις άνδρες συνάπτοντες τας οργυιάς, μόλις ηδύναντο ν' αγκαλιάσωσιν, ηκούετο βραχύς διάλογος, οίος ο εξής, μεταξύ τριών ή τεσσάρων αιπόλων, ων ο πρώτος, Γιάννης ο Κούτρης, έλυεν απαντών τας απορίας των άλλων.

Φαίνεται ότι ο Γιάννης εφάνη σκληρός και βάρβαρος, κ' εκτύπησε με τας ιδίας χείρας του τον αντεραστήν του. Ο Νίκος του είπε «να το κρεμάση σκουλαρίκι», αλλ' ο Καβούλης δεν το εψήφισεν. Ύστερον από ολίγον καιρόν, ο Γιάννης, αν και επροτίμα την ωραίαν Φλωρού, υπείκων εις συγγενικάς επιρροάς, την παρέβλεψε κ' ενυμφεύθη την Ζωίτσαν.

Εν τω μεταξύ ο Γιάννης ο Κούτρης είχεν αναβή επί του όνου υποβαλών σάγισμα αντί σέλλας και βαίνων αργά, δήθεν μετά σοβαρότητος, επέβαλλεν εις το ζώον να κάμνη κάτι βηματισμούς, κατά μίμησιν και παρωδίαν των πολεμικών ίππων.

Τέλος, όταν ήρχιζεν η ψαλμωδία, ο Γιάννης εξηκολούθει να γελά προς τας αντιφωνίας των διαφόρων νεαρών ψαλτών και τας οξυφωνίας του παπά.

Η κραυγή αντήχησεν ανά την κοιλάδα. Αλλ' ο Γιάννης δεν εφαίνετο. Η Γιαννού έδεσε τους πόδας της μικράς, κ' επροσπάθει να την κρεμάση, συγχρόνως δε επανέλαβε την κραυγήν της·Γιάννη!. . , Πού είσαι; . . . έλα! . . . Τα κορίτσια πέσανε μέσ' την στέρνα! . . . «Καλλίτερα που αργεί», έλεγε μέσα της. — Δεν ακούει, θα 'πω αυτός ο χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στη δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλειά . . . Γιάννη!

Σ' αυτό απάνω έπεσε το μάτι της στον καθρέφτη της ταμπακέρας, πούχε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα. Γύρισε να ιδή και δεν βλέπει κανέναν άλλον ξένον μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Είταν αυτή μέσα στον καθρέφτη; Μα πώς είταν δυνατό!

Είχε μειλίχιον τον τρόπον ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρος. Διά την καλήν παρέαν εθυσίαζεν ό,τι και αν είχε φυλαγμένον.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν