Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Εφώνησεν έντρομος ο Λαλεμήτρος, αναγνούς την διαταγήν. Αλλ' ίνα μη εννοήση η σύζυγός του, ήτις τον έβλεπε σύννους, παρακαθημένη, προσέθηκεν ηρεμώτερος: — Ακρίβηναν, λέει, ταλεύρια πάλιν! Διενοήθη ο Λαλεμήτρος να ενεχυριάση τότε, ή και να πωλήση εν τη εσχάτη ανάγκη την χρυσήν του ωρολογίου του άλυσιν, μη έχων άλλον πόρον χρημάτων, και σωθή από το αίσχος της φυλακίσεως.

Συγκεχυμέναι ιδέαι συνέρρευσαν εις το πνεύμα του, βαρύς νυγμός διεπέρασε την καρδίαν του και ησθάνθη αίφνης εαυτόν παρασυρόμενον εις το ορμητικόν ρεύμα της θελήσεως των πολλών. — Μπρε!. . . εφώνησεν. Αλλ' η εντύπωσις αυτή ήτο στιγμιαία.

Εκείνη η σκλάβα κατά τύχην έπιασεν εμένα, και με έφερεν εις την κυρίαν της, η οποία βλέποντάς με, ήνοιξεν ένα κουτί που είχε μίαν αλοιφήν, και μου άλειψε τα ρουθούνια λέγοντάς μου· «Ω άνθρωπε άφησε την μορφήν του ελαφιού, και λάβε την φυσικήν σου». Ευθύς δε που εφώνησεν αυτά τα λόγια ευρέθηκα καθώς ήμουν πρώτα, και έπεσα εις τους πόδας της κυράς διά να την ευχαριστήσω.

Χα, χα, χα! εφώνησεν εκείνος γελών· με την ώρα σου ήλθεν η όρεξις! Ποίος σου πταίει; μην τα κάμνης μισά! Και αποβαλών τας διόπτρας του ηγέρθη και επλησίασεν εις την εστίαν. — Με τα σωστά σου λοιπόν, αγάπη μου, εξηκολούθησε διά μειλιχίας φωνής, προσπαθών να κολάση την προ μικρού σκαιάν τραχύτητα της φράσεώς του, με τα σωστά σου ζηλεύεις τους γείτονάς μας;

— Κ' εγώ, για την αγάπην σου, κυρ-Λάμπρο! εφώνησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. — Δεν είνε ανάγκη να θυσιάσης της προβατίναις, κουμπάρε Γιάννη, το κριάρι, μας αρκεί. — Βάζω το κριάρι, είπεν ο Γιάννης. — Κ' εγώ βάζω τέσσαρα ζευγάρια κόττες που έχω, είπεν ο Κωνσταντής.

Η κόρη εγέλασε μεν μηχανικώς μετ' εμού, αλλά εκ των κανθών αυτής έλαμψαν δύο μεγάλα δάκρυα! — Ω, είπον τότε λυπημένος, ζητώ συγγνώμην! Εθύμωσες μαζί μου! — Εγώ; εφώνησεν ευθύμως τότε. Τι ιδέα! Και εξέπεμψε μίαν σειράν των αργυροήχων εκείνων και θελκτικών τόνων, ους ο Θεός εχάρισεν αυτή αντί γέλωτος. — Εθύμωσα μαζί του! Τι ιδέα! — Και εγέλασεν εκ νέου.

Να μη σε ιδώ να έλθης πίσω χωρίς να φέρης τον Κιαμήλη! εφώνησεν η μήτηρ μου κατόπιν του. — Τι τρέχει, μητέρα; ηρώτησα εγώ, όταν είδον την μεγάλην ανησυχίαν επί της μορφής της. — Τίποτε, παιδί μου, τίποτε. Και εισήλθεν εις το μαγειρείον, μηδέν περί της υποθέσεως ημών ερωτήσασα. Τόσον πολύ την απησχόλει, φαίνεται, η έλλειψις του Κιαμήλη!

Ποιος της την έστειλε οπίσω, πριν την διαβάσω; Α! κ' ένα γράμμα. Για σένα Μιμίκο. Και έτεινε προς αυτόν την επιστολήν, προσθέτουσα διά ταπεινοτέρας φωνής. — Τι νόημα έχει αυτό; Συ της την έστειλες; — Ωραίον πράγμα! εφώνησεν ο Μιμίκος, γινόμενος κατακόκκινος· ωραίον πράγμα, να μου ανοίγης τα πράγματά μου.

Π.: Ελάτε να μας επισκεφθήτε. Και επειδή εγώ διετέλουν έτι άλαλος και ενεός εκ του θαυμασμού και της συγχύσεώς μου, και δεν απήντων εις την σιγηλήν εκείνην παράκλησιν: — Ω, ναι, σας παρακαλώ, ελάτε να μας επισκεφθήτε! — εφώνησεν η παρθένος, και ηρυθρίασεν αιδημόνως και εταπείνωσε τα βλέμματα, και λαβούσα την χείρα του πατρός ήρχισε να την θωπεύη τρυφερώς και ευγνωμόνως.

Πεντακόσια τάλλαρα, . . . μεγάλο πράγμα! Η κυρά Δημήτραινα ενόμισεν ότι παρήκουσε. — Με τα σωστά σου είσαι; είπεν έκπληκτος. — Αι! κατάλαβα πως έχεις πάλι όρεξι για καυγά. . . . Δος μου το φέσι μου. — Έτσι γεια σου! Και ο Δημήτρης εξήλθεν εις την οδόν. — 'Σ το καλό! εφώνησεν η σύζυγός του, και κλείσασα την θύραν εισήλθεν εις τον οίκον της.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν