United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Θεόδωρος τον παρετήρει έκπληκτος. — Σαν να τον γνωρίζω, μου φαίνεται, αυτόν τον σκύλο, είπε. Τίνος είνε; Τίνος είνε; Και επροσπάθει ν' αναμνησθή. Αλλ' εδυσκολεύετο. — Κάποιου φίλου μου θα είνε βέβαια, έλεγε. Μπα! και θέλει θεολογία πως είνε φίλου μου; Αφού έρχεται και μου σει την ουρά. Μεγάλο πράγμα πώς το κατάλαβα! Αλλά τίνος να είνε;

Κατάλαβα πως πρέπει να κουνηθούν μεγάλες μάζες της κοινωνίας αυτής. Και διάλεξα τον πιο σύντομο δρόμο για να φτάσω σ' αυτό το αποτέλεσμα. Πήγα και ηύρα τους Έλληνες που κακοπερνούσαν περισσότερο, τους Μακεδονίτες, τους Ηπειρώτες, τους Θράκες, και έβαλα ν' αστράψει μπροστά στα μάτια, τους μ ι α ν ε λ π ί δ α, η ελπίδα να γλυτώσουνε από την κακοπέραση. Αιτία της κακοπέρασης ολοφάνερη ― ο Τούρκος.

Εγώ το κατάλαβα, Κρατήρα, είπε τέλος ο Μπάρμπα-Σταύρος, οσφρανθείς και αυτός της ευωδίας του τρυφερού κρέατος. Τον κολλήγαν σας τον έπιασε λίγο. — Χριστός και Παναγία! ανεκραύγασεν η Κρατήρα ακούσασα την βαρείαν φράσιν. — Το κρασί, καλέ! διώρθωσεν αμέσως ο Μπάρμπα-Σταύρος. Στρώσε λοιπόν το τραπέζι, Κρατήρα.

Τώρα θέλω να ζήσω να παντρέψω τη Μαριανθούλα μ', να τη νυφοστολίσω με τα χεράκια μ', να ιδώ κι' ένα-δυο δίγγονα, που λέει ο λόγος, κι' ύστερα ας παρουσιαστή ο άγγελος να του παραδώσω την παρακαταθήκη, που μου έβαλε ο Θεός. Και τι κατάλαβα, από τη ζωή, αν δε ζήσω τώρα;

Σαν είδα τις γαλανές πεδιάδες τουρανού μας, τη μαβειά θάλασσα που αφρίζει και μοιάζει κάμπος ασπρολούλουδα γεμάτος, σαν πάτησα τούτη την περίφηρη γις και βρέθηκα μέσα σε τέτοια φύση, κατάλαβα το παραμύθι, θαρρούσα τώρα και γω που φορούσα τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τους αφρούς της, τη χαρούμενη γις με τα χορτάρια.

Είναι χερότερο, είναι το φαρμάκι εκείνο που είπαμε. Μα μήπως έχει και κανένα δικαίωμα να μας τα λέη εμάς αφτά; Υποθέτω πως αγαπάει τον τόπο του, κ' είναι χρέος του. Δεν κατάλαβα όμως, ο φοβερός πατριώτης τι κατώρθωσε ως τώρα για να κάνη τον περήφανο, να μας κρίνη εμάς και να μας κατακρίνη. Philol. Suppl. Είναι η μελέτη του αφτή γραμμένη γερμανικά. Λοιπόν, τι φωνάζει; Να χαίρεται ο κ.

Σε ηρώτησεν ο πατέρας μου, και είπες ότι είχες πάγει διά ψάρευμα. — Ναι. — Εγώ όμως σε είχα ιδεί που υπήγες, εις την ξηράν και όχι εις την θάλασσαν. — Λέγεις; — Και δεν ηθέλησα να πω τίποτε, διότι δεν μ' έμελε και τόσον. — Ας είνε. — Κατάλαβα όμως ότι δεν λέγεις όλαις ταις φοραίς την αλήθειαν. — Και αυτό γίνεται. — Τώρα θα σ' ερωτήσω κάτι άλλο. — Λέγε.

Πλησίασε τον Έφις και στάθηκαν μπροστά στην κλειστή εξώπορτα των Πιντόρ. Πάνω στα σκαλοπάτια φύτρωναν τσουκνίδες. Ο ντον Πρέντου θυμόταν πάντα τη Νοέμι να στέκετε εκεί και να περιμένει στη σκιά. «Ωραία. Συνεννοηθήκαμε; Πρέπει να κάνεις όπως σου λέω, κατάλαβες;» «Κατάλαβα. Θα κάνω τα πάντα», είπε ο Έφις. Χτύπησε, αλλά κανείς δεν άνοιγε.

Τρία χρόνια έκαμα με το Μαριώ απάνω στο Τραπί, χωριό του πεθερού μου. Τρία χρόνια ζωή αληθινή. Έμαθα την αξίνα κ' εδούλευα μαζί της το περιβόλι, το αμπέλι, το χωράφι. Πώς επέρναεν ο καιρός δεν το κατάλαβα. Δουλειά και αγάπη. Τόρα εσκάφταμε, τόρα ετρέχαμε κάτω από τις κιτριές σαν πουλαράκια πρωτόβγαλτα. Της έλεγα και μου έλεγε· την εφίληγα και μ' εφίληγε.

Α' ΓΡΑΥΣ Έννοια σου, και κατάλαβα καλά το τι γυρεύεις. ΝΕΑΝΙΑΣ Ώ, μα τον Δία, έννοιωσα κ' εγώ πολύ καλά τι έχεις στα μυαλά. ΝΕΑΝΙΑΣ Βρε γρηά! θαρρώ πως σούχει στρίψη! Α' ΓΡΑΥΣ Λέγε μου κι' άλλ' ακόμα, μα θα σε πάω σέρνοντας μέσ' στο δικό μου στρώμα. Α' ΓΡΑΥΣ Δυστυχισμένε! σώπα πειά και μη με κοροϊδεύης. κ' έλα μ' εμέ ν' ανέβης!