United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμπα μέσα, μου λέει, παιδί μου, να μην παγώσης αυτού, και Χριστούγεννα δεν έρχονται για εμάς φέτο. Κι' εγώ μπαίνοντας στον οντά εμουρμούρισα θλιβερά: — Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί! Κι' έννοιωσα να νοτίζη δάκρυ τα ματόφυλλά μου. Εξημέρωσεν. Η δέηση έγεινε μπροστά στα 'κονίσματα των σπιτιών μας.

Και κείνος είτανε τότε πέντε ως έξι χρονών και το ζήτημα είτανε το ίδιοναλλάξη το πουκάμισο. Μεταχειρίστηκε απαράλλαχτα τα ίδια λόγια: Πρώτη φορά, είπε, έννοιωσα πως με πιάνανε τραχιά. Στάθηκα κοντά στο κρεββατάκι του Σβεν και τον κοίταζα πολλή ώρα. Τα μελίγγια του είχαν κάνει μικρούς λάκκους. Μα κοιμότανε βαθιά κ' ήσυχα κ' έσκυψα και τονέ φίλησα στο μέτωπο.

Άμα ήλθε από το σπίτι σας στην Πόλι κ' έννοιωσα τον εαυτό μου καλά, επήρα το τουφέκι κ' επήγα πίσω στον μυλωνά, που μ' έβγαλε από τον ποταμό μισαποθαμένο. — Μου έκλεψες ένα κεμέρι, του είπα, με πεντακόσια φλουριά· μου έσωσες μια ζωή, πέντε παράδες δεν αξίζει. Εσύ που λογυρίζεις τόσο συχνά στην άκρη του ποταμού, χωρίς άλλο θα γνωρίζης ποιος εσκότωσε τον αδελφοποιτό μου, την ημέρα που μ' έσυρες έξω.

Ας καή, κι ο κυρ Κωστάκης να είνε καλά. Στεφ. Πούθε κατέβηκες, αστροπελέκι μου, και δε σ' έννοιωσα, ώσπου με κομμάτιασες και πήγα! Πούθε ξεπρόβαλες, ανεμοστρόβιλε, και μου τονε συνεπήρες το νου μου; Να φύγω, να φύγω απ' αυτή τη φωτιά που όλο με τριγυρνάει και με πνίγει. Να μην τακούγω τα λόγια τους που σαν οχιές με κρυφοδαγκάνουνε. Κωστ.

Την αγάπη μου θέλεις. Όσο μ' αγαπάς, σ' αγαπώ και γω τώρα. Καρλή μου, Καρλή, πες μου το αλήθεια πως μ' αγαπάς, να τακούσω! — Εσένα, Λέλα, να μη σ' αγαπώ; — Και την παίρνω στο στήθος μου απάνω και στο στήθος το δικό της, εκείνη τη στιγμή, μου φαίνεται πως νοιώθω τη φλόγα, την ίδια φλόγα που εμένα με καίει. — Μου φαίνεται πως την έννοιωσα τότες! Ο κόσμος είναι μικρός. Τι μικρούτσικος που είναι!

Κι’ ουδέ κανένας βρίσκεται στον κόσμο, σαν εμένα.... — Πίστεψε, Γιάννο, πίστεψε, δεν αγαπώ κανένα! Κι’ ως τώρα δεν την έννοιωσα τη γλύκα της αγάπης, Γιατ’ έχω πέτρα την καρδιά και σίδερο τα στήθια... Φύγε από μένανε μακρυά, μη στέκεσαι μπροστά μου. Γιατί μου φέρουν συχασιά τα ερωτικά σου λόγια!

Ποιανού είταν το γράμμα; τι είταν τα κλάματα; Αμέσως έννοιωσα πως είταν κάτι, — κάτι που δεν το ήξερα. Δεν είχε τη συνηθισμένη της την όψη· ο τρόπος της μου φάνηκε παράξενος και πήγαινα — ο δύστυχος! — να τρέξω να της πάρω βιαστικά από τα χέρια το γράμμα. Πόσο χαίρουμαι τώρα που δεν τόκαμα! Γιατί να μου έρθη υποψία πως γύρεβε τάχατις κάτι να μου κρύψη; Η καημένη!

Α' ΓΡΑΥΣ Έννοια σου, και κατάλαβα καλά το τι γυρεύεις. ΝΕΑΝΙΑΣ Ώ, μα τον Δία, έννοιωσα κ' εγώ πολύ καλά τι έχεις στα μυαλά. ΝΕΑΝΙΑΣ Βρε γρηά! θαρρώ πως σούχει στρίψη! Α' ΓΡΑΥΣ Λέγε μου κι' άλλ' ακόμα, μα θα σε πάω σέρνοντας μέσ' στο δικό μου στρώμα. Α' ΓΡΑΥΣ Δυστυχισμένε! σώπα πειά και μη με κοροϊδεύης. κ' έλα μ' εμέ ν' ανέβης!