United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Που μαγειρεύω τες οχιές και τες μονομερίδες, Και καταιβάζω από ψηλά τη νύκτα το φεγγάρι, Και το χτυπώ, σαν άργανο, το δέρνω, σαν παιδάκι... Έχω στη διάτα μου πολλούς κι’ αμέτρητους διαβόλους, Δαιμόνους και ισκιώματα και κατσιποδιαραίους Και βάνω τους, σα δούλους μου, σαν υποταχτικούς μου, Κι’ αναμοχλεύουν τη βουνά και ξερριζόνουν δέντρα Και κάνουνε τη τρίσβαθη, τη θάλασσα άνω-κάτω... Ρίχνω στ’ αστέρια και μπορώ να μάθω ό, τι θελήσω, Κι’ ό, τι κρατάει κάθε καρδιά στα φύλλα της κλεισμένο... Βάνω στον κρύον κόρφο μου και κατοικούνε φείδια Και μέσα εκεί γεννοβολούν κι’ εκεί κλωσσολογούνε Και βγάζουν τα φειδάκια τους και κάνουν τα μικρά τους... Μαγεύω χώρες και χωριά, μαγεύω πολιτείες, Την αρμυρή τη θάλασσα, τους τέσσερους ανέμους... Μαγεύω τα τρεχούμενα νερά και σταματούνε, Τα ψάρια και δεν κολυμπούν, τ’ αλάφια και δεν τρέχουν, Του αγέρα τ’ άγρια πουλλιά και δεν πετούν τ’ αψήλου, Τ’ αηδόνια και βουβαίνονται, τες βρύσες και στειρεύουν.

ΚΡΕΟΥΣΑ Κ' η κόρη του Διός Παλλάς τη σκότωσε κατόπι. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Τάχα ο λόγος είν' αυτός που από καιρόν ακούω; ΚΡΕΟΥΣΑ Το δέρμα της η Αθηνά στο στήθος της το φέρνει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Α, της Παλλάδος τη στολή όπου την λέν' Αιγίδα; ΚΡΕΟΥΣΑ Αυτό επήρε τόνομα μέσ' στων θεών τη μάχη. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ποιό σχήμα έχει άγριο της Αθηνάς η Αιγίδα; ΚΡΕΟΥΣΑ Έχει το θώρακα με οχιές περιτριγυρισμένον.

Κι’ αν ίσως είσαι μάγισσα και μάγου θυγατέρα Και μαγειρεύεις τες οχιές και τες μονομερίδες.... Αν καταιβάζης πο ψηλά τη νύχτα το φεγγάρι Και το χτυπάς, σαν άργανο, το δέρνεις, σαν παιδάκι... Αν βρίσκωνται στη διάτα σου αμέτρητοι διαβόλοι, Δαιμόνοι και ισκιώματα και κατσιποδιαραίοι, Και βάνεις τους, σα δούλους σου, σαν υποταχτικούς σου, Κι’ αναμοχλεύουν τη βουνά και ξερριζόνουν δέντρα, Και κάνουνε τη τρίσβαθη τη θάλασσα άνω-κάτω.... Αν ρίχνης στ’ άστρα και μπορείς να μάθης ό, τι θέλεις.

Και κάτω στ' αγριοχόρταρα, στις πατουλιές και στους βάλτους οχιές κι αστρίτες βατεύονται, δεντρογαλιές γεννοβολούν, γήταυροι βογγούν, στοιχειά μαλώνουν. Κ' είνε μια θλίψη και μια κατάρα ολούθε. Το σπίτι του Χαγάνου ήταν σε μιαν όμορφη ακροποταμιά. Τα χαλάσματα που ξεχρέωσε ο Αντρέας ο Ευμορφόπουλος δεν ήταν παρά το πρώτοπρώτο σπίτι των προγόνων του.

Ας καή, κι ο κυρ Κωστάκης να είνε καλά. Στεφ. Πούθε κατέβηκες, αστροπελέκι μου, και δε σ' έννοιωσα, ώσπου με κομμάτιασες και πήγα! Πούθε ξεπρόβαλες, ανεμοστρόβιλε, και μου τονε συνεπήρες το νου μου; Να φύγω, να φύγω απ' αυτή τη φωτιά που όλο με τριγυρνάει και με πνίγει. Να μην τακούγω τα λόγια τους που σαν οχιές με κρυφοδαγκάνουνε. Κωστ.