United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ποντικοί σκάβουνσκάβουνε τα γέρικα θεμέλια, γεννοβολούν και σκάβουνε τους τοίχους, χωρίς να σκεφτούν πως αύριο θα πέση απάνω τους το χτίριο.

Ότι το γένος των ίππων και των όνων έχουν την φυσικήν ιδιότητα μεταξύ των να γεννοβολούν. Νέος Σωκράτης. Μάλιστα. Ξένος. Ενώ το υπόλοιπον μέρος της ακεράτου αγέλης των ημέρων είναι αμιγή μεταξύ των. Νέος Σωκράτης. Πώς όχι; Ξένος. Και λοιπόν; Άραγε του πολιτικού η επιμέλεια περιστρέφεται εις καμμίαν κοινογενή φύσινας την ονομάσωμεν ούτω πως — ή εις καμμίαν ιδιογενή; Νέος Σωκράτης.

Κι’ ότι κρατάει κάθε καρδιά στα φύλλα της κλεισμένο... Αν βάνης μες στον κόρφο σου και κατοικούνε φείδια Και μέσα εκεί γεννοβολούν και μέσα εκεί κλωσσούνε Και βγάζουν τα φειδάκια τους και κάνουν τα μικρά τους... Αν έχης τόση δύναμη, και αν έχης τόση γνώση Και να μαγέψης ημπορείς χωριά και πολιτείες, Την αρμυρή τη θάλασσα, τους τέσσερους ανέμους, Τα γαργαροτρεχούμενα νερά και σταματούνε, Τα ψάρια και δεν κολυμπούν, τ’ αλάφια και δεν τρέχουν, Του αγέρια τ’ άγρια πουλλιά και δεν πετούν τ’ αψήλου, Τ’ αηδόνια και βουβαίνονται, τες βρύσες και στειρεύουν, Τ’ αρκούδια κι’ ημερεύουνε, τους λύκους και δεν τρώνε, Τα βλογημένα πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους, Και τα κορίτσια τ’ άσπλαχνα και δίνουν την καρδιά τους, Μάγεψε μου την, Μάγισσα, την άκαρδη παρθένα, Που ξεπερνάει στην ωμορφιά τες Ξωτικές του λόγγου Και τες Νεράιδες του γιαλού, που περπατούν στο κύμα, Να με θελήση γι’ άντρα της, γυναίκα να την πάρω, Και να μην πέσω στον γκρεμό, στην άβυσσο μην πέσω, Να σκοτωθώ παράκαιρα, να λείψω από τον κόσμο.

Που μαγειρεύω τες οχιές και τες μονομερίδες, Και καταιβάζω από ψηλά τη νύκτα το φεγγάρι, Και το χτυπώ, σαν άργανο, το δέρνω, σαν παιδάκι... Έχω στη διάτα μου πολλούς κι’ αμέτρητους διαβόλους, Δαιμόνους και ισκιώματα και κατσιποδιαραίους Και βάνω τους, σα δούλους μου, σαν υποταχτικούς μου, Κι’ αναμοχλεύουν τη βουνά και ξερριζόνουν δέντρα Και κάνουνε τη τρίσβαθη, τη θάλασσα άνω-κάτω... Ρίχνω στ’ αστέρια και μπορώ να μάθω ό, τι θελήσω, Κι’ ό, τι κρατάει κάθε καρδιά στα φύλλα της κλεισμένο... Βάνω στον κρύον κόρφο μου και κατοικούνε φείδια Και μέσα εκεί γεννοβολούν κι’ εκεί κλωσσολογούνε Και βγάζουν τα φειδάκια τους και κάνουν τα μικρά τους... Μαγεύω χώρες και χωριά, μαγεύω πολιτείες, Την αρμυρή τη θάλασσα, τους τέσσερους ανέμους... Μαγεύω τα τρεχούμενα νερά και σταματούνε, Τα ψάρια και δεν κολυμπούν, τ’ αλάφια και δεν τρέχουν, Του αγέρα τ’ άγρια πουλλιά και δεν πετούν τ’ αψήλου, Τ’ αηδόνια και βουβαίνονται, τες βρύσες και στειρεύουν.

Και κάτω στ' αγριοχόρταρα, στις πατουλιές και στους βάλτους οχιές κι αστρίτες βατεύονται, δεντρογαλιές γεννοβολούν, γήταυροι βογγούν, στοιχειά μαλώνουν. Κ' είνε μια θλίψη και μια κατάρα ολούθε. Το σπίτι του Χαγάνου ήταν σε μιαν όμορφη ακροποταμιά. Τα χαλάσματα που ξεχρέωσε ο Αντρέας ο Ευμορφόπουλος δεν ήταν παρά το πρώτοπρώτο σπίτι των προγόνων του.