United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι το Δέλφι να τον 'δώ ν' αφήση την παλαίστρα κ' έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Τούτο το κουρελόπανο του Δέλφι τώχω πάρει, κ' είν' απ' το γύρο χαμηλά της χλαίνας του κομμένο· το ξαίνω και τα νήματα μέσ' στη φωτιά τα ρίχνω. Αχ! Έρωτα σκληρόκαρδε, γιατί μούχεις ρουφήξει όλο το αίμα της καρδιάς σαν απ' τη λίμνη αβδέλλα;

Αντί να πάη μέσα το τσεκούρι έφευγε πίσω δυο πιθαμές, τρεις, τέσσαρες σαν να εχτυπούσα σε λάστιχο. Πρέπει να το ξερριζώσω· επικροσυλλογίστηκα. Τσιμπάω απάνω·Ρίχτε μου το λοστό. Μου κατεβάζουν το σύνεργο. Ρίχνω πέρα το τσεκούρι και αδράχνω τον λοστό. Αρχίζω στις ρίζες. Ετυρανήθηκα κ' εγώ δεν ξεύρω πόσο. Ώρες έρχονταν ώρες επερνούσαν κ' εγώ με τον λοστό στο χέρι.

Τρεις χρόνους αγαπούσα κόρην ώμορφη, Και λόγο δεν της πήρα, κι' ουδέ φίλημα. Μια μέρα 'ςτό ποτάμι την απάντησα· Της κρένω, δε μου κρένει, κι' ουδέ με τηρά, Της ρίχνω ένα λουλούδι, δεν το δέχτηκε, Της ρίχνω το μαντήλι, κρυφοθύμωσε... Με συνεπήρε ο πόνος, μάνα, κι' ο καϋμός· Πεζεύω, 'ςτά πλατάνια δένω τ' άλογο Κι αρπαχτικά την πιάνω και την φίλησα.

Όχι από φόβο, ποτέ! Τρέχω γοργά στο σπίτι· η Μαριώ έλειπε στο ρέμα. Τόσο καλήτερα. Κόβω τα ρούχα στον ώμο, παίρνω και το κομπόδεμα κάτω από το προσκέφαλο, ρίχνω ένα βλέμμα στο κρεβάτι και χάνομαι σαν κλέφτης. Σκοτεινά έφθασα στον Άγιο Νικόλα, λύνω μια βάρκα και φθάνω στη φρεγάδα. Από τότε φάντασμα η ζωή. Θα μου ειπής δεν μετανόησα; Κ' εγώ δεν ξεύρω να σου αποκριθώ.

Εγώ τότε λαμβάνοντας όρεξιν να δοκιμάσω την γεύσιν και την ποιότητα των μοσχοκαρυδιών, άρχισα να ρίχνω πέτρες υψηλά εις τα κλωνάρια, με σκοπόν διά να γκρεμίσω μοσχοκαρυδα· αλλ' οι πίθηκοι που ήσαν υψηλά εις τα κλωνάρια, όταν είδαν να τους λιθοβολώ, εσύναζαν όσα καρύδια είχε το δένδρον, και τα έρριχναν κάτω· και όσον εγώ έρριχνα πέτρες επάνω, τόσον εκείνοι έρριχναν τα καρύδια κάτω.

Αυτά 'πε κ' εταράχθηκε μέσα η καρδιά του Ίρου• 75 αλλά τον ζώσαν στανικώς οι δούλοι και τον φέραν, 'που του 'τρεμαν ολόβολα τα μέλη από τον φόβο. ο Αντίνοος τον ωνείδισε και του 'πε• «Α! να μη ζούσες, α! να μην είχες γεννηθή, καμαρωτό βουβάλι, αφού τούτον τον άνθρωπον φοβείσαι και τρομάζεις, 80 'που οι χρόνοι τον εσύντριψαν και τούτ' η συμφορά του. αλλά θα σ' είπω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• αν τούτος ανδρειότερος φανή και σε νικήση, για την στερηά σε ρίχνω ευθύςολόμαυρο καράβι, 'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου, 85 μύτη και αυτιά μ' αλύπητο μαχαίρι να σου κόψη, και τα κρυφά σου ανάσπαστα να δώση ωμά των σκύλων».

Όπιος καλά με στοχαστή, Παραπολύ θα θιαμαχτή, Πως ζιώ με τόσα πάθη, Σε τέτιας θλίψις βάθη. Ρίχνω τα μάτια εκεί κι' εδώ, Μη τύχη, φως μου, και σε ιδώ. Συχνά συχνά σε κράζω, Του κάκου σε φωνάζω. Το τέλος πιο; δεν το θωρώ. Πώς θέλα γένω, απορώ. Υπομονή σ' εμένα Γυρεύω στα χαμένα. Φθορά λοιπόν κι' αφανισμός, Ο εδικός σου χωρισμός· Χωρίς εσέ να ζήσω, Ποτέ να μην ελπίσω!

Μπορούσα να φύγω εγώ και να γυρίσω 'ςτου Τρίκκα μοναχός μου. Μα τότε τι θα γενότουν το δόλιο μουλάρι. Ξάφνου φωτάει μια ιδέα το σκοτεινιασμένο λογισμό μου, παρόμοια με την αστραπή που φώταε ολόγυρά μου τη σκοτεινιασμένη πλάση. Σπρώχνω μ' όλο το ζόρι μου και ρίχνω τη μούλα καταγής δίπλα, απάνου 'ςτο πεσμένο σαμάρι της.

Επίμενα όμως πάντα να ρίχνω κάτω κατά την προσταγή κρύον, σκληρόν, απελπιστικόν τον λόγο μου: — Τίποτα! — Έτσι; είπε· καλά· φέρε απάνω το 'κόνισμα. Κ' ετίναξε σύγκαιρα τέτοια αγριοβλαστήμια που και το ξύλο &ακόμη ανατρίχιασε. Δεν ήταν άθεος ο καπετάν Δρακόσπιλος ήταν όμως θαλασσινός. Οι βλαστήμιες σ' εμάς είν' ένα από τα προστάγματα που κυβερνιέται το πλεούμενο.

Μπορούσα να φύγω εγώ και να γυρίσω 'ςτού Τρίκκα μοναχός μου. Μα τότε τι θα γενότουν το δόλιο μουλάρι. Ξάφνου φωτάει μια ιδέα το σκοτεινιασμένο λογισμό μου, παρόμοια με την αστραπή που φώταε ολόγυρά μου τη σκοτεινιασμένη πλάση. Σπρώχνω μ' όλο το ζόρι μου και ρίχνω τη μούλα καταγής δίπλα, απάνου 'ςτό πεσμένο σαμάρι της.