United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν επέρασαν δύο ή τρεις μήνες, και άνθρωπον δεν είδα, ούτε πλοίον ταξειδεύον κανένα, απελπίσθην και άρχισα να περιτριγυρίσω το νησί πάντοθεν και έφθασα εις ένα δάσος, όπου ήσαν πλήθος μοσχοκαρυδιές και είχαν τα κλωνάρια και τους καρπούς εις την κορυφήν υψηλότατα, τα δε κάτω του δένδρου ήτον τόσον αγλισθηρόν και υψηλόν, που σχεδόν ήτον αδύνατον να ανέβη ο άνθρωπος· εις εκείνο το δάσος ήτον πολλοί πίθηκοι, ήγουν μαϊμούδες, οι οποίες ως με είδον, ανέβησαν επάνω εις τα κλωνάρια των μοσχοκαρυδιών.

Τότε οι πίθηκοι ιδόντες τα καρύδια ελησμόνησαν τον χορόν και αντί χορευτών έγιναν εκ νέου πίθηκοι και ήρχισαν να σχίζουν τα προσωπεία και τα ενδύματά των και να μάχωνται μεταξύ των περί του ποίος ν' αρπάση τα καρύδια• ούτω δε ο θίασος των χορευτών διελύθη και οι θεαταί εγέλων.

Αλλ' οι δυσώδεις και σκωληκόβρωτοι εκείνοι σκελετοί, δι’ ους απόλαυσις και απώλεια, Κόλαση και καθαριότης ήσαν λέξεις συνώνυμοι, οι μοναχοί, λέγω, αναχωρηταί, ερημίται και ασκηταί εκείνοι, ων μόνη η ανάμνησις διεγείρει σήμερον τον οίκτον ή την φρίκην, είχον μεγάλην υπόληψιν επί της βασιλείας της Ευσεβούς Θεοδώρας, ως οι αμαξηλάται επί Μιχαήλ του Γ', και οι πίθηκοι επί του Πάπα Ιουλίου, ο δε φιλόδοξος και αυλικός επίσκοπος Νικήτας ηναγκάζετο να περιποιήται αυτούς, ως οι παρ’ ημίν υποψήφιοι να δίδωσι την χείρα εις τα περικαθάρματα της αγοράς και τους κακούργους των Ορέων.

Εγώ τότε λαμβάνοντας όρεξιν να δοκιμάσω την γεύσιν και την ποιότητα των μοσχοκαρυδιών, άρχισα να ρίχνω πέτρες υψηλά εις τα κλωνάρια, με σκοπόν διά να γκρεμίσω μοσχοκαρυδα· αλλ' οι πίθηκοι που ήσαν υψηλά εις τα κλωνάρια, όταν είδαν να τους λιθοβολώ, εσύναζαν όσα καρύδια είχε το δένδρον, και τα έρριχναν κάτω· και όσον εγώ έρριχνα πέτρες επάνω, τόσον εκείνοι έρριχναν τα καρύδια κάτω.

Στίγγα τους παπαφίγγους!... Στίγγα μαΐστρα!... Κάτω τον κοντραφλόκο! Ο καπετάνιος έχυνε από το στόρια του τρανταχτά σαν καδένες τα προστάγματα. Και οι ναύτες σαν πίθηκοι έτρεχαν εδώ κ' εκεί, εσκαρφάλωναν στα κατάρτια κ' εμπρούλιαραν τα πανιά στο ταλάντευμα του ξύλου αδιάφοροι, ξένοι στων στοιχειών τη λύσσα και του κινδύνου το πικρό φοβέρισμα.