United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις κάθε κίνδυνον θαλάσσης, εις πάσαν τρικυμίαν αι νησιώτισσαι έτρεχαν να διαβάσουν παράκλησιν· και εισηκούοντο πολλάκις αι δεήσεις των, και έκαμπτον το θείον τα δάκρυά των.

Τον είχαν κλείσει στον ψηλότερο πύργο του φρουρίου, μ' ένα βαρύ ξύλο κρεμασμένο στο λαιμό. Από την ημέρα που έχασε τον κύριό του, δεν ήθελε καμμιά τροφή, έξυνε το χώμα με τα πόδια, τα μάτια του έτρεχαν, ούρλιαζε. Πολλοί τον ελυπήθηπαν. «Χουσδάν, έλεγαν, κανένα σκυλί δεν αγάπησε ποτέ έτσι τον κύριό του, σαν εσένα. Ναι, σωστά είπε ο Σολομών: «ο αληθινός μου φίλος, είναι το λαγωνικό μου».

Καθ' όλον τον Αύγουστον και τον Σεπτέμβριον, εις την εποχήν του τρύγου, των πρωίμων και των οψίμων, μοσχάτων και μαύρων, έτρεχαν όλοι και όλαι μαζί, οι αμπελοκτήμονες εις του μαστρο-Στεφανή φέροντες κυλιστά από το σπίτι της κάδες και τα βυτία των και τα βαρέλια των διά να τους τα διορθώση.

Πώς σ' ενθυμούμαι, ω Αζόφ και Τάναϊ, ακόμη! κάθε ημέρα κίνησις και νέο πανηγύρι· από σιτάρι κι' άχυρο εστρώνοντο οι δρόμοι, και έτρεχαν οι έμποροι, και έτρεχαν κι' οι χοίροι. Από καράβια φαίνεται ο ποταμός κλεισμένος, κι' αν κάπου κάπου έξαφνα παφλάζη με ορμή, βλέπεις εκεί να λούζεται ξανθόκομος παρθένος, και να πηδά μες 'στους αφρούς αφρόπλαστο κορμί.

Η ευμορφιά των παλατιών, και η μεγαλοπρέπεια των Τζαμιών της Αιγύπτου με εξέπληξαν και στοχαζόμενος εις εκείνην την στιγμήν πως ήμουν εις εκείνην την πόλιν, όπου εγεννήθη ο πατέρας μου, δεν ημπόρεσα να βαστάξω τα δάκρυα, που από τα μάτια μου έτρεχαν, λέγοντας μόνος μου, ω πατέρα μου, αν εσύ εζούσες εις τούτον τον τόπον, που ήσουν από όλους τιμημένος, και ήθελες ιδεί τον υιόν σου εις τούτην την δυστυχισμένην κατάστασιν, τι λογής άραγε ήθελεν είσθαι ο πόνος σου;

Κι όταν όλοι έμαθαν γλήγορα, ότι ο Διονυσιοφάνης βρήκε γιο κι ο Δάφνης ο γιδάρης βρέθηκε αφέντης των γιδιών, έτρεχαν όλοι με τα χαράματα από κάθε μεριά για να χαρούνε μαζί με το παλληκαράκι και φέρνοντας στον πατέρα του χαρίσματα· και πρώτος απ' όλους ο Δρύαντας που ανάθρεφε τη Χλόη.

Ως τόσον η φήμη της ωραιότητός της, και η διαλάλησις του βασιλέως, ετράβηξε πολλά βασιλόπουλα από διάφορα μέρη εις το Πεκίνο· τα οποία έχοντας κάθε ένα καλήν γνώμην εις το ίδιόν τους πνεύμα, ότι θα διαλύσουν τες απορίες της βασιλοπούλας, έτρεχαν ωσάν οι τυφλοί εις τον θάνατον, μην ημπορώντας κανείς να διαλύση κανένα από τα αινίγματά της, και κάθε ολίγον δεν ηκούετο άλλον παρά θάνατος των βασιλοπούλων· και εκείνο που θλίβει τον λαόν σήμερον, είνε ο θάνατος ενός βασιλοπούλου νέου, που απόψε έχει να ακολουθήση, το οποίον διά κακήν του τύχην ήλθεν εδώ.

Κι' όλος σαν έφτασε ο λαός και στάθηκαν τριγύρω, 790 πρώτα με κόκκινο κρασί σβύνουν τα ξύλα, ως πέρα που πήγε η φλόγα, κ' ύστερα τ' αδέρφια κι' οι συντρόφοι μαζέβουν τ' άσπρα κόκκαλα μοιρολογώντας όλοι, κι' έτρεχαν δάκρια πύρινα στα μαγουλά τους κάτου.

Στίγγα τους παπαφίγγους!... Στίγγα μαΐστρα!... Κάτω τον κοντραφλόκο! Ο καπετάνιος έχυνε από το στόρια του τρανταχτά σαν καδένες τα προστάγματα. Και οι ναύτες σαν πίθηκοι έτρεχαν εδώ κ' εκεί, εσκαρφάλωναν στα κατάρτια κ' εμπρούλιαραν τα πανιά στο ταλάντευμα του ξύλου αδιάφοροι, ξένοι στων στοιχειών τη λύσσα και του κινδύνου το πικρό φοβέρισμα.

Είπε, και σβύνει ο Ήφαιστος τις θεϊκές του φλόγες, και κάτου τρέχουν τα νερά ξανάστροφα στο ρέμα. Κι' έστεκε ο γέρο-Πρίαμος στον πύργο, κι' από κει είδε 526 το γίγα του Πηλέα γιό· και σαν τραγιά όλοι οι Τρώες δίχως αντίσταση έτρεχαν φύγει όπου φύγει ομπρός του.