Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Ανακλάνιζαν τα κερατοφόρα τους κεφάλια πίσω στους παχύσαρκους σβέρκους τους. Εφούσκωναν διάπλατα, φοβερά πέρα δώθε τα ρουθούνια τους εφύσαγαν. Εμύριζαν τον αέρα απάνω θυμωμένα. Έτρεχαν όλα μαζωμένα, τριποδιστά κατά το μακελιό, μανακύλησην άγρια, με μανιακόν ποδοβολητό. Ανέμιζαν τα χώματα στο φοβερό τους δρόμο.
Σωρ' οι λαοί απέθνησκαν, και του θεού τα βέλη Παντού 'ς το στράτευμ' έτρεχαν των Αχαιών το μέγα. Μας είπ' ο μάντις ο σοφός χρησμούς του Μακροχτύπη· Κ' ευθύς 'γώ πρώτος τον θεόν να ιλεάσωμ' είπα. Ο δε Ατρείδης θύμωσε, κι' αμέσως εσηκώθη, Και λόγον εφοβέρισε, οπού κ' ετελειώθη.
Μα εκεί στη μέση ο Έχτορας τους είδε, κι' αλυχτώντας τους πέφτει απάνου· κι' έτρεχαν οι λόχοι του κατόπι. Και σαν τον είδε, τρόμαξε ο φοβερός Διομήδης, 345 και του Δυσσέα τούπε εφτύς που στέκουνταν κοντά του «Να, δες τον, πάλι πλάκωσε ο σκύλος να μας πνίξει· Μον στάσου εδώ μ' απόφαση κι' εγώ σ' τον συγυρίζω.»
Οι χωριανοί ροβόλαγαν τον κατήφοοο φορτωμένοι με τα θεόρατα μάρμαρα. Κατέβαιναν, κ' έτρεχαν κιόλας ποιος να πρωτοπεράση τον άλλονε, ποια να παραδιαβή την άλλη. Κ' έσκαγαν εκεί γέλοια και χαρούμενες φωνές. Μπροστά τα βιολιά πάντα κ' οι δημογέροντες κ' οι παπάδες, φορτωμένοι κι αυτοί, και πίσω το πλήθος.
Ο Πολέμων εγύρισε από τον πόλεμον πλούσιος, ως λένε• τον είδα δε κι' εγώ με μανδύα κατακόκκινον και με πολλούς ακολούθους. Και οι φίλοι του ως τον είδαν έτρεχαν να τον χαιρετούν. Έτσι ευρήκα καιρόν να πλησιάσω τον υπηρέτην που είχε πάη μαζή του έξω και τον αρώτησα• δεν μου λες, Παρμένων, του είπα, αφού τον εχαιρέτησα, πώς τα περάσατε και τι καλά εφέρατε από τον πόλεμον;
Μαζί με τους μεγάλους έτρεχαν και παντής λογής έμποροι, τεχνίτες κ' εργάτες. Γέμισε λοιπόν η πόλη κατοίκους, και δίχως άλλο το Ελληνικό είταν το πιο πολυάριθμο από τα νέα αυτά στοιχεία.
Αυτός δεν ησθάνετο τας κακουχίας των πολέμων, δεν εξεστράτευε καθώς ο Ηράκλειος, δεν έζη υπό σκηνάς εις τα στρατόπεδα καθώς εκείνος. Διέτριβεν εντρυφών εις τα μεγάλα του ανάκτορα. Αγέλαι βοών και προβάτων έβοσκαν εις τας πέριξ νομάς, εις δε τους κήπους του επτερύγιζαν ποικιλόχρωμα πτηνά και έτρεχαν στρουθοκάμηλοι και δορκάδες, υπήρχαν δε εκεί και θηριοτροφεία λεόντων και τίγρεων.
Είπε και με την μάστιγα την φωτεινή ραβδίζει τα μουλάρια, και αυτ' άφησαν του ποταμού την άκρη, ευθύς, κ' ετρέχαν τακτικά, καλά τετραποδίζαν. κυβερνά η κόρη εύμορφα, πεζοί για να προφθάσουν η δούλαις με τον Οδυσσηά• με νου ραβδίζ' η κόρη. 320 κ' έκλιν' ο ήλιος, κ' έφθασαν 'ς της Αθηνάς το δάσος το ένδοξο, και αυτού κάθισεν ο θείος Οδυσσέας, και εις του μεγάλου του Διός την κόρη ευθύς ευχήθη•
Όλη η πόλις ήτο εις κίνησιν και όλοι έτρεχαν εις τα όπλα· μόλις δε κατωρθώθη να ησυχάσουν. Οι αγώνες των γερόντων και αι παρακλήσεις του Φαρσαλίου Θουκυδίδου, προξένου των Αθηνών, παρόντος και προθύμως εμποδίζοντος ένα έκαστον και κράζοντος να μη καταστρέφουν την πατρίδα την στιγμήν πού οι εχθροί ενήδρευαν πλησίον, τους ημπόδισαν να αλληλοσφαγούν.
Μα το στερνό όταν έτρεχαν πια δρόμο, τότες κάνει παράκληση από μέσα του στης Αθηνάς τη χάρη «Θεά, άκουσέ με! Η χάρη σου τα πόδια ας μου φτερώσει!» 770 Έτσι είπε και του ξάκουσε τη δέηση η Παλλάδα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν