Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Και ενώ όλοι έτρεχαν προς την θάλασσαν κατόπιν του ολισθαίνοντος και καταφερομένου διά της εσχάρας σκάφους, είς μόνος εστράφη αίφνης, κρατών τον βαρειόν του, και έτρεξε προς την αντίθετον διεύθυνσιν, προς την ξηράν, ως διά να κρυβή εις την καλύβην του πλοιάρχου, την χρησιμεύουσαν ως αποθήκην και διά τον ύπνον του νυχτερινού φύλακος.
»Όταν η μαύρ' η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα, Πλάστη μου, μ' εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια, Και μώλεγε να δεηθώ για κειούς που το χειμώνα Σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά, με χιόνια, μ' αγριοκαίρια Για να μη ζούνε στο ζυγό, ένοιωθα τη φωνή μου Να ξεψυχάη στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου, Μου ετρέμανε τα γόνατα, σαν νάθελε η ψυχή μου Να φύγη με τη δέηση από τα σωθικά μου.»
Έρχονταν να πιάσουν τη θέση τους τρεχάτοι, όσοι έλειπαν, από κάθε τάπια και γωνιά του κάστρου μέσα, κ' εκείνοι που απόμειναν στην πόλη κάτω έτρεχαν απάνω λαχανιασμένοι, βιαστικοί. Ήταν μια πρωινή χαρά Θεού. Γαλάζιος, καταξάστερος ο ουρανός άπλωνε απάνωθε γλυκύτατος.
Διά να περιπατούν έπεται ότι ήσαν νέοι και διά να είνε νέοι έπεται ότι ήσαν ζωηροί και έτρεχαν και αλληλωθούντο παίζοντες και γελώντες. Όταν δε τοιαύτα αστεία γίνωνται εις το χείλος της ακτής, δύσκολον να μη ακουσθή επί τέλους η κραυγή «άνθρωπος εις την θάλασσαν!»
Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, 160 αετός, που 'χε 'ς τα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη, ήμερη μέσ' απ' την αυλή• και με φωναίς κατόπι γυναίκες και άνδρες έτρεχαν• κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας. είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί• και όλοι χαρά το πήραν• 165 τότ' είπεν ο Πεισίστρατος• «Μεγάλε βασιλέα, Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι τούτ' έδειξ' ο θεός 'ς εμάς ή προς τον εαυτόν σου».
Είχαμε πρύμο τον καιρό· τα σημάδια καλά. Η «Παντάνασα» φορτωμένη ως τα μπούνια με τ' αμπάρια σφιχτοσφαλισμένα, τα πανιά γιομάτα έφευγεν ίσκιος απάνω στο πρασινόγλαυκο κύμα. Τα δελφίνια έτρεχαν κ' εκείνα μαζί μας. Οι γλάροι σύγνεφο έσκουζαν ολόγυρα. — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισεν ο καπετάνιος ένα πρωί.
Όταν εξηρχόμουν, ο λαός μ' επροσκύνα και μ' εθεώρει ως θεόν και έτρεχαν πατείς με πατώ σε διά να με δουν, άλλοι δε ανέβαιναν εις τις στέγες και εθεώρουν ως σπουδαίον κατόρθωμα να ίδουν από κοντά το αμάξι μου, τον μανδύαν μου τον βασιλικόν, το διάδημα και τους προπορευόμενους και ακολουθούντας δορυφόρους.
Άμα είδαν το στρατηγό τους πεσμένο, τους πιάνει τους Πέρσους φοβερός πανικός. Τέλος δεν είχε η σφαγή Έπεσαν ως πέντε χιλιάδες σε κείνο το μέρος μονάχα. Είταν τώρα όλος ο στρατός στο ποδάρι, κ' έτρεχαν, οι Πέρσοι ομπρός, οι άλλοι πίσωθέ τους. Αφίνανε σημαίες, έρριχταν ασπίδες και δρόμο οι Πέρσοι. Δεν τους ακολούθησε όμως ο Βελισάριος και πολύ, παρά γύρισε στη Δάρα.
Και ζερβόδεξα φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο τους να μας πνίγουν, πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που έτρεχαν αιθεροπλανημένα νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες τυλιγμένοι στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξειδεύουν στο χάος.
Το πρωί όμως εσηκώθηκε πριν φέξη έκαμεν ένα κομπόδεμα τα ολίγα της πράγματα, έσφιξε την καρδιά της, εσφούγγισε τα μάτια της, που έτρεχαν σαν βρύσι, και 'πήγε ν' αποχαιρετήση το γέρικο ζευγάρι. Έκλαψαν κ' εκείνοι, έπειτα όμως εσυλλογίσθησαν πως ήτο φανέρωμα του θείου θελήματος, να κάμη την Μηλιάν να συλλογισθή την ίδιαν νύκτα, όσα εσυλλογίσθησαν και εκείνοι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν