United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 290 »Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος, αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος, ουδ' αν βαστούσε σιδηρήτα στήθη την καρδία. αλλάτην κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». 295

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου 155 όπως τα λέγεις• άμποτε παρόμοιατην Ιθάκη να φθάσω, καιτο σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα, πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα».

Και ο συνετός Τηλέμαχος• Ατρείδη βασιλέα, Μενέλαε διόθρεπτε, 'ς τα γονικά μου τώρα ήδη να υπάγω βούλομαι, ότι δεν έχ' οπίσω αφήσει της ουσίας μου κανέναν επιστάτη• μη χαθώ εγώ, κει 'που ζητώ τον θείον μου πατέρα, 90 ή μου χαθή πολύτιμο κειμήλιο από το σπίτι».

Του απάντησε ο Μελάνθιος' «'Σ αυτό δεν είναι τρόπος, 135 Αγέλαε διόθρεπτε, τι φοβερά κοντά 'ναι η αυλόθυρα, και δύσκολο το στόμ' είναι του δρόμου· και ανδρείος ένας δύναταιόλους φραγμός να γείνη. αλλ' άρματ' απ' τον θάλαμο θα φέρω να ζωσθήτε· ότι κει μέσα, και όχι άλλου, τ' άρματα, εγώ νομίζω, 140 ο Οδυσσέας φύλαξε και ο δοξαστός υιός του».

Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαντο σιάδι• και ολήμερ' έσειαν τον ζυγότο 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 18δ εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι• εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαντο υπέρλαμπρον αμάξι, 190 τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν• κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν. κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο• τότ' είπεν ο Τηλέμαχος• «Γλυκέ μου Νεστορίδη, να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; 195 μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας η αγάπη των πατέρων μας• μας δέν' η ομηλικία, και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση. μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με εδώ, μήπωςτο σπίτι του ο γέρος με κρατήση 200 να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω».

«Μενέλαε διόθρεπτε, μας ήλθαν δύο ξένοι, 'πού του μεγάλου του Διός το γένος ομοιάζουν. ειπές αν θα τους λύσουμε τ' άλογ' από τ' αμάξι, ή θα τους προβοδήσουμεάλλον να τους ξενίση».

Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώτον κόσμο εφάνη• κ' ήλθεαυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη. τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα• με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, 60 το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου• «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, είν' ώρατην γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης• 65 ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου».