United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φίλε μου, συφωνάς πως πρέπει ο καθένας μας να κάμει ό,τι μπορεί για τον τόπο του; Α συφωνάς, κόπιασε. Ας μη χάνουμε τον καιρό μας, ας αφίνουμε τους δασκάλους· κι ας μας γράφουν προοίμια. Ίσια στην Πόλη θα πάμε. Σαν το Φρίξο και σαν την Έλλη θα πετάξουμε, και θα βρεθούμε πας στο γιοφύρι. Ας μη σταθούμε στο δρόμο, αποκάτω μας ας μη δούμε. Θα ζαλιστούμε, και θα πέσουμε μες στη θάλασσα.

Μου τα πήρε και τα ένδεκα. Ο ανδράδελφός μου γύρισε και του είπε·Τώρα δεν έλεγες πως θα πέσουμε πολλοί; — Μα αφού μας παίρν' η βάρκα! απελογήθη ο αμαξάς· η βάρκα χωρεί, εσάς τι σας μέλει; Είχαν ιδεί πως δεν είχα πλέον άσχημα συμπτώματα, η όψι μου φαίνεται να είχε σιάξει και δεν έδειχναν μεγάλο φόβο. Η ανδραδέλφη μου μού έρριξε μια ματιά, σαν να μ' ελυπήθη.

Κι' άμα τους είδε, χάρηκε με την καρδιά του ο γέρος, και πήγε και τους θάρρυνε μ' έναν καλό του λόγο 190 «Έτσι φυλάτε, ορές παιδιά, και μη σας πιάνει η νύστα 192 τα μάτια εδώ, μην πέσουμε στα νύχια των οχτρώνε

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 290 »Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος, αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος, ουδ' αν βαστούσε σιδηρήτα στήθη την καρδία. αλλάτην κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». 295

Η χρεία μας μαθαίνει να πέσουμε με παράξενη συντροφιά. — Κουκουλώνομ' εδώ, όσο να ξεθυμάν' η αντάρα. Μπαίνει ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ τραγουδώντας και βαστώντας ένα φλασκί. ΣΤΕΦΑΝ. Εγλύτωσα τη θάλασσα, θα τελειώσω στη στερηά. Αυτός είν' ένας άσχημος σκοπός, για ξόδι. Καλά, ιδού η παρηγοριά μου. Ο ναύκληρος, ο δούλος του, Μ' εμέ και μ' άλλους δυο, Την Χρυσαυγή αγαπούσαμε, Την Φρόσω, την Μαριώ.

Ο ιερεύς επρόφερεν ούτω τους όρους sopra vento και sotto vento, ήτοι το υπερήνεμον, και υπήνεμον, εννοών ειδικώτερον το βορειοανατολικόν και το μεσημβρινοδυτικόν. — Από Σταβέτ, παπά... μα είναι φόβος μην τονέ γυρίση στο μαΐστρο. — Μα ... τότε πρέπει να πέσουμε να πεθάνουμε, είπεν ως εν συμπεράσματι ο ιερεύς. Δεν είναι λόγια αυτά, Πανάγο.

Και πότε νάβγει η ρόδινη περικαλιέται αβγούλα, 240 τι τάζει, τ' ακροφίγουρα των καραβιών θα κόψει, κι' αφτά θα κάψει μ' άσβυστη φωτιά, και τους Αργίτες θα πελεκήσει εκεί κοντά μες στου καπνού τη ζάλη. Τα τρέμω αφτά κατάκαρδα, μην του τη βγάλουν πέρα την παινεσιά οι θεοί, κι' εμάς μην είναι εδώ γραφτό μας 245 να πέσουμε όλοι δίχως πια να ξαναδούμε τ' Άργος.

Ναί, κάλια αφτό, κάλια ότι τύχει ας τύχει, αν είναι αφτόν ν' αφίσουμε στους ασπιστάδες Τρώες να μας τον σύρουν στο καστρί και να βουήξει ο κόσμοςΚαι πάλε αφτά κάθε έλεγε χαλκοπλισμένος Τρώας 420 «Αδρέφια, κι' αν μας γράφτηκε να πέσουμε όλοι αντάμα κοντά σ' αφτόν τον ήρωα, κανείς μη φύγει βήμα

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 240 Πατέρα, πάντοτ' άκουσα να σε δοξάζη ο κόσμος, ότ' εις τον νουν είσ' έξοχος, όσοτην μάχη ανδρείος• αλλ' είπες λόγον φοβερόν και φρίττει ο λογισμός μου. δυο μόνοι, πώς θα πολεμούν πολλούς και ανδρειωμένους; δεκάδα μια δεν είν' ή δυο το πλήθος των μνηστήρων, 245 αλλά πλειότεραις πολύ• και άκου να τους μετρήσω• και πρώτ' απ' το Δουλίχιον είναι πενήντα δύο εκλεκτοί νέοι, και οπαδούς έξ' υπηρέταις έχουν• άνδρες εικοσιτέσσερες από την Σάμην είναι• είκοσι από την Ζάκυνθο των Αχαιών αγόρια, 250 και δώδεκ' όλοι πρόκριτοι μέσ' από την Ιθάκη• μαζή τους είναι ο Μέδοντας, ο κήρυκας, ο θείος αοιδός, και δυο θεράποντες, 'ς το μοίρασμα τεχνίταις. αν πέσουμεόλους αυτούςτο δώμα συναγμένους, μην η εκδίκησι σου βγη πικρή, φαρμακωμένη. 255 αλλ' αν βοηθόν μας δύναται κάποιον να εφεύρη ο νους σου, συ σκέψου ποίος ήθελεν εγκάρδια μας βοηθήση».