United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο μαχητής Μενέλαος εγέρθη από την κλίνη, ενδύθη, και το κοφτερότον ώμο έζωσε ξίφος. 'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια, κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 310 του Τηλεμάχου ωμίλησε καθήμενος σιμά του•

Η γυναίκα του πραγματευτού εβγήκεν ευθύς και επήγε και αγόρασε τρία ντουλάπια, που ημπορούσε το καθένα να χωρέση από ένα άνθρωπον μέσα, και έκαμε να τα φέρουν εις το σπήτι της· έπειτα ενδύθη τα πλέον ευγενικά της φορέματα, και εστολίσθη με τα διαμαντικά που είχε και ούτω καλλωπισμένη εφέρθη εις την οικίαν του Χόντζα διά να τον βάλη εις τα δίκτυά της κατά πως επιθυμούσε, τον οποίον ευρίσκοντάς τον μοναχόν, εξεσκέπασε το πρόσωπόν της χωρίς να καρτερέση να της το ειπή αυτός· την οποίαν όταν την είδεν έμεινε πλέον λαβωμένος από την πρώτην φοράν· και αυτή με τούτον τον τρόπον του ωμίλησεν· εφέντη Χόντζα, είμαι εδώ να σε παρακαλέσω διά να μου δώσης τα χίλια φλωριά που χρεωστείς του ανδρός μου, επειδή και ευρισκόμαστε εις μεγάλην ανάγκην, και αν διά το χατήρι μου το κάμης αυτό σου τάσσω ότι θα ανταποκριθώ εις την θέλησίν σου.

Φαίνεται μάλιστα ότι και κατά το σώμα ήτο τρυφερός την όψιν και θηλυπρεπής, αν κρίνωμεν από τας Θεσμοφοριαζούσας του Αριστοφάνους, εις τας οποίας παριστάνεται ο Ευριπίδης προτείνων εις αυτόν να ενδυθή γυναικεία φορέματα, με τα οποία να διαλάθη τας βουλευομένας θάνατον κατ' αυτού γυναίκας και χρησιμεύση πλησίον αυτών ως συνήγορός του. Ο Αγάθων λοιπόν ευρίσκει ένα κενόν εις τους λόγους των άλλων.

Ο Βασιλεύς τους εδέχθη με πολλήν περιποίησιν, και τους εδιώρισε τα αναγκαία τους κατά πως έταξε και έμειναν πολλά ευχαριστημένοι. Την ερχομένην ημέραν ο Καλάφ ενδύθη τα πλούσια φορέματα που έλαβεν από χειρός του Βασιλέως, με ένα σπαθί πολύτιμον και άλλα στολίδια, ομοίως και μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά.

Η γυναίκα μου, βεβαιωμένη από την καθημερινήν συνήθειαν ότι εμπράκτως εγώ είμαι εις βαθύτατον ύπνον, εσηκώθη ευθύς χωρίς καμμίαν υποψίαν από το κρεββάτι, λέγοντάς μου· κοιμήσου και ποτέ να μην εξυπνήσης· και ευθύς ενδύθη και εβγήκεν έξω από τον θάλαμον. Τότε εγώ με ταχύτητα εσηκώθηκα, και αρματώθηκα με άρματα που είχα έτοιμα, και έτρεξα οπίσω της μακρόθεν.

Η περιέργεια του νέου Βασιλέως έθλιψε τον Κουλούφ· μα αυθέντη, του είπεν με τι τρόπον εγώ ημπορώ να σε κάμω να έλθης μαζί μου εις αυτήν· και τι να της ειπώ το πώς και ποίος είσαι; Εγώ θέλω ενδυθή, λέγει ο Βασιλεύς, με φορέματα ενός σκλάβου, και θέλω απεράση διά σκλάβος σου, και σαν έλθω εκεί, θέλω σταθή εις καμμίαν αγκωνήν διά να ιδώ τα πάντα.

Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΟΦΗΛΙΑ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Και δεν δύνασθε σεις με κάποιον πλάγιον τρόπον να μάθετε απ' αυτόν διατί τάχα το σχήμα της ζάλης τούτο ενδύθη, οπού των ημερών του όλων εξαγριόνει τόσο την γαλήνην μ' επικίνδυνην τρέλλαν ταραχής γεμάτην; ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Ομολογεί και αυτός 'πού εσάλευσεν ο νους του αλλά να ειπή την αφορμήν ποσώς δεν θέλει.

Αυτή ήτον τόσον αφωσιωμένη εις την εκδίκησιν, που δεν έβλεπε την ώραν να την βάλη εις πράξιν. Ενδύθη το λοιπόν μίαν ημέραν με φορέματα ταπεινά, και μπουλωμένη επήγεν εις την αυλήν του Κατή, και εσταμάτησεν εις μίαν αγκωνήν εκεί που έκρινεν ο Κατής διάφορες υπόθεσες.

Ραψωδία Β Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθου κόρη, και από την κλίνη εγέρθηκεν ο γόνος τ' Οδυσσέα. ενδύθη και το κοφτερότον ώμον έζωσε ξίφος, 'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια, κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 5 τους ψιλοφώνους κήρυκαις πρόσταξεν εν τω άμα τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξουν αυτοί κηρύτταν, και γοργά συνάζονταν εκείνοι. και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, εκίνησε εις την σύνοδο, και το κοντάρι εκράτει, 10 όχι μόνος• γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν• και αυτόν με χάρι αμίλητη περιέχυνεν η Αθήνη• και όλ' οι λαοί τον θαύμαζαν ως έρχονταν•την έδρα κάθισ' εκείνος του πατρός και οι γέροι έδωκαν τόπο. και ο ήρωαςαυτούς άρχισεν Αυγύπτιος ν' αγορεύη, 15 'που από τα γέρα ήταν σκυφτός κ' είχ' άπειρατον νου του. ότι παιδί του αγαπητότο Ίλιον είχε πάει με τον ισόθεον Οδυσσηά, 'ς τα βαθουλά καράβια, ο λογχοφόρος Άντιφος, 'που ο Κύκλωπας ο άγριος φόνευσε κ' έφαγ' ύστερον 'ς τ' άντρο βαθύ για δείπνο. 20 του έμεναν τρεις• ο Ευρύνομος με τους μνηστήραις ήταν, κ' οι άλλοι δύο πρόσεχαν τους πατρικούς αγρούς τους• και όμως αναλησμόνητον πικρά τον έκλαι' ακόμη• γι' αυτόν τότε δακρύζοντας τον λόγον πήρε κ' είπε•

Μετά δε την τελετήν εξήγαγεν ο Φρουμέντιος εκ του δισακκίου ανδρικήν στολήν καλογήρου, την οποίαν παρεκάλεσε την φίλην του να ενδυθή, ίνα γείνη δεκτή ως νεοφώτιστος εις την Μονήν της Φούλδας.