United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά τινας ημέρας, αίφνης, κατόπιν δυο τριών ωρών απουσίας του συζύγουασυνήθους άλλως — ο ουρανός αιθρίασεν. Εκείνος έγεινεν ο σύζυγος των πρώτων ημερών εύθυμος, διαχυτικός, τρυφερός . . . προπάντων τρυφερός, ωσάν εικοσαετής νεανίας.

Μόνον εις δύο τρεις οικίας ηκούοντο εισέτι τα τελευταία απηχήματα του τραγουδιού του αγίου Βασιλείου· και όταν ηκούσθη ο στίχος ο τρυφερός του εγκωμίου της κόρης: «Κυρά μ' τη θυγατέρα σου, κυρά μ' την ακριβή σου», η Μιλάχρω εσταμάτησεν ολίγον και διά ν' αναπνεύση και διά ν' ακούση τους στίχους, τους οποίους εφέτος εν τη ανησυχία της δεν είχεν ακούσει. Και εδάκρυσεν.

Δεν μένει πλέον, εξαιρουμένου του Σωκράτους, παρά ο Αγάθων, τραγικός ποιητής τρυφερός και κομψοεπής, αλλ' αερολόγος οπωσδήποτε, του οποίου δεν διεσώθη μεν κανέν έργον μέχρις ημών, πλην του τίτλου ενός πρωτοτύπου, φαίνεται, εις το είδος του δράματος επιγραφομένου Άνθος , αλλ' εάν κρίνωμεν εκ της εικόνος πού μας δίδει, περί αυτού ο Πλάτων, η ζημία δεν είνε πολύ μεγάλη.

Αι μοναχαί των χρόνων εκείνων ούτε σεμνότυφοι ήσαν ούτε δειλαί, άλλως δε των ημετέρων ηρώων η όψις ουδέν είχε το φοβερόν απ' εναντίας ο μεν αδελφός Φρουμέντιος ήτον εύχρους και ακμαίος ως λείριον της Ολλανδίας, ο δε Ιωάννης ως ίον λειμώνος εύχαρις και τρυφερός.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Χαριτωμένος είσ', επαινετός, Αμλέτε, να θρηνής ευλαβώς την μνήμην του πατρός σου· αλλ' είχε χάση και ο πατέρας σου πατέρα, τούτος τον ιδικόν του πρώτα, και οποίος μένει πρέπει ως καλός υιός της λύπης του το σέβας προς καιρόν ν' αποδώση· αλλά μέσατο πένθος να κλείεται με πείσμα, τούτ' είναι ανταρσία ασεβής, θλίψις όχι ανδρός, και δείχνει γνώμην κακήν προς τον θεόν, αστήρικτην καρδίαν, δείχνει ανυπότακτην ψυχήν και δείχνει πνεύμα αδίδακτο, μωρό· πώς κείνο, 'πού αναγκαίως ξεύρομ' ότι θα γίνη και κοινόν υπάρχει ως το κοινότερο αισθητό πράγμα του κόσμου, να παίρνωμεν εμείς κατάκαρδα με τόσην μωρήν αντίστασιν; Είν' εντροπή, και κρίμα προς τον θεόν, προς τους νεκρούς και προς την Φύσιν, και προσβολήτο Λογικό, 'πού κάθε ημέραν πατέρων μνημονεύει πανταχού θανάτους, οπού κραυγάζει, από το λείψανο το πρώτο ως τον σημερινόν απεθαμένον· «Τούτο θα ήναι». Και λοιπόν τούτην εσύ την λύπην, την άσκοπην, παρακαλώ να ρίξης χάμω· στοχάσου με ως πατέρα· ναι, και τώρα ο κόσμος ότ' είσ' ο εγγύτατος του θρόνου μας ας μάθη, και ότι μ' αυτό σου δίδω τόσο αγάπης βάθος, όσο έχειτον υιόν του τρυφερός πατέρας.

Αλλ' όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα, και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω ατέλειαι των ανθρώπων!

Αυτή όμως με την συνδρομήν και της Ηδονής, ήτις συνήθως συνεργάζεται με αυτήν, επρόλαβε και τον ήρπασε όταν ακόμη ήτο νέος και τρυφερός και τον διέφθειρε τον δυστυχή με νυκτερινάς διασκεδάσεις και εταίρας, ούτως ώστε έχασε σχεδόν εξ ολοκλήρου την εντροπήν. Εκείνα τα οποία προ μικρού ενόμιζεν ότι έλεγεν υπέρ εαυτής, μάλλον υπέρ εμού πρέπει να τα θεωρήσετε ως λεχθέντα.

Φαίνεται μάλιστα ότι και κατά το σώμα ήτο τρυφερός την όψιν και θηλυπρεπής, αν κρίνωμεν από τας Θεσμοφοριαζούσας του Αριστοφάνους, εις τας οποίας παριστάνεται ο Ευριπίδης προτείνων εις αυτόν να ενδυθή γυναικεία φορέματα, με τα οποία να διαλάθη τας βουλευομένας θάνατον κατ' αυτού γυναίκας και χρησιμεύση πλησίον αυτών ως συνήγορός του. Ο Αγάθων λοιπόν ευρίσκει ένα κενόν εις τους λόγους των άλλων.

Τα πρώτα πράγματα, που είδαν, ήτανε η γριά κ' η Κυνεγόνδη, που απλώνανε πετσέτες στα σκοινιά να στεγνώσουνε. Ο βαρώνος κιτρίνισε, σαν τις είδε. Ο τρυφερός ερωτευμένος Αγαθούλης, σαν είδε την ωραία του Κυνεγόνδη μαυρισμένη, με τα μάτια βαθουλωμένα, το στήθος πεσμένο, τα μάγουλα ζαρωμένα, τα χέρια κόκκινα και ροζωμένα, πισωδρόμησε τρία βήματα, όλος φρίκη, και προχώρησε κατόπι με καλωσύνη.

Την τετάρτην και την πέμπτην ημέραι πάλιν φωτειναί και χλιαραί, ημέραι έαρος, μεταγγίσασαι τας Αθήνας ολοκλήρους εις τας εξοχάς των περιχώρων και τους αγρούς, όπου τρυφερός εσείετο ο νεογενής χόρτος υπό την μαλακήν πνοήν ανεπαισθήτου αύρας.