United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγνώριζεν όμως ότι προ πολλού ο κτύπος του αργαλειού, ο οποίος άλλοτε τόσον τον συνεκίνει, είχε σιγήση και τα άνθη του παραθύρου είχαν παραμεληθή, πέπλος δε κατηφείας εσκέπαζε το σπίτι εκείνο, το οποίον τόσον εφαίδρυνεν άλλοτε η εύχαρις μορφή της Πηγής. Ενόμιζες ότι η απαισία φεσάρα του βλοσυρού γέροντος είχεν εκταθή εφ' όλου εκείνου του οικήματος και αποπνίξη πάσαν χαράν.

Αι μοναχαί των χρόνων εκείνων ούτε σεμνότυφοι ήσαν ούτε δειλαί, άλλως δε των ημετέρων ηρώων η όψις ουδέν είχε το φοβερόν απ' εναντίας ο μεν αδελφός Φρουμέντιος ήτον εύχρους και ακμαίος ως λείριον της Ολλανδίας, ο δε Ιωάννης ως ίον λειμώνος εύχαρις και τρυφερός.

Ο κυρ-Δημάκης εννόησεν ότι το φαγητόν ήτο έτοιμον, και φορέσας τα υποδήματά του απήλθεν εύχαρις, γελαστός, ως άνθρωπος πεπεισμένος, ότι τα δέκατα ήσαν ιδικά του. Η δημοπρασία έληξεν ούτω την μεσημβρίαν και ο φόρος έμεινεν επ' ονόματι του τελευταίου πλειοδότου, του Καπετάν-Παρμάκη, υπό την έγκρισιν της Νομαρχίας. — Όχι θα του τ' αφήσω!

Ανέζη τότε εν ταις ολίγαις στιγμαίς εκείναις της χαράς και της διαχύσεως εις τον στυγνόν εκείνον θάλαμον όλος ο κόσμος ο παρελθών, ένας πολύ ωραίος κόσμος, ως είναι ωραία η ζωή· ένας κόσμος εύχαρις και φαιδρός, οπού ακόμη δεν τον είχε σβήσει με την κρύαν σκιάν του το θλιβερόν γήρας.

Διά τον αυτόν λόγον, διά τον οποίον υπερέχει ο εμβριθής Άγγλος την Αγγλίδα κατά την εμβρίθειαν, έπρεπε να εινε και ο εύχαρις Σλάβος κατώτερος της γυναικός του κατά την χάριν.

Καίτοι όμως η Α. Μεγαλειότης απείχε της χορευτικής διασκεδάσεως των προσκεκλημένων της, ήτο περιχαρής, ως πάντοτε, και φαιδροτάτη, προσηνής και ομιλητική, η δε αγαθή της μορφή, εφ' ης τοσούτον εύχαρις θάλλει έτι της νεάνιδος η αφέλεια, υφ' όλην την αίγλην της ηγεμονικής μεγαλειότητος, ενεθάρρυνε διά διαρκούς ιλαρού μειδιάματος τον εύπτερον όμιλον, όστις ήρχετο και παρήρχετο στροβιλίζων ενώπιόν της.

Να σ' πω, καπετάνιο, είπεν ο κυρ-Δημάκης, επιβιβαζόμενος, κ' αν δεν τα πάρης εσύ τα δέκατα, θα τα πάρω εγώ! — Ένας απ' τους δυο μας, κυρ-Δημάκη! Εκραύγασεν από της λέμβου, ομιλητικώτατος κ' εύχαρις ο πλοίαρχος. Ήτο πρωία. Εις την αποβάθραν ουδείς εφαίνετο.

Δεν ήτο μεν όσον η σύζυγός του εύμορφη, αλλά εύχαρις, ζωηρά, πλουμιστή ως πέρδικα και από το πρωί υαλιστή και συγυρισμένη επεριπάτει με κεφαλήν υψηλά, εσείετο ως σεισούρα και πολύ περισσότερο παρά φρόνιμη κόττα ωμοίαζε κοκότα. Ο άστατος εγλυκοσάλιαζε κατ' αρχάς με κάποιαν συστολήν,αλλά βαθμηδόν κατήντησε να μη φοβήται τίποτε και να μη εντρέπεται κανένα.