United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος την Πέφτη, αφού πρώτα εβγήκαν οι συγγενείς του να ψάξουν τους δρόμους και οι γυναίκες ετράβηξαν εμπρός να διώξουν κάθε κακό συναπάντημα, εκατόρθωσε να φτάση στη γολέτα. Και τόρα η κουκουβάγια δεν είχε σκοπό να ξεκολλήση από το καράβι! Ήρθε πάλι κ' εκάθησε στο κατάρτι. Ήταν γυρισμένη στον καπετάνιο κ' εστύλωνε τα μεγάλα μάτια της καταπάνω του.

Οι κοπέλλες της Σκιάθος από τα παράθυρα και τις πεζούλες στα ψηλώματα, με τα ωραία μαλλιά, γυιαλιστερά και κατάμαυρα από το χόχλο, με τα μαύρα παιχνιδιάρικα μάτια, κουνούσαν με γέλια τα μαντήλια, αποχαιρετώντας τον καπετάνιο. — Ο Μοναχάκης ο περήφανος μαθές που δε σήκωνε τα μάτια...

Και που δεν επολέμησε; Ως και στο Μωρηά επήγε μάλλους Κρητικούς. — Και τουλόγουσου, σιορ Γιωργάκη, επολέμησες τότε; τον ηρώτησε με λεπτόν μειδίαμα ο Σαϊτονικολής. — Ήκαμα κεγώ ό,τι 'πόρουνα, απήντησε μετριοφρόνως ο Μπαρμπαρέζος. Απατός σου δε με θυμάσαι γιατ' ήσουνε μιτσός ακόμη, μα δε ρωτάς τον Καπετάνιο;

ΟΛΟΙ. Καλώς ώρισες καπετάνιο. ΑΛΒ. Πω τι κάνεις σκοτεινά; πρα άνοιξες ορέ το παραθούραις να γλέπης ψύχα.

Ήρχισε να κυκλοφορή το ποτήριον της ρακής, και οι ναυπηγοί όλοι και οι περιπατηταί έλεγαν τας συνήθεις ευχάς: Καλορρίζικο! μάλαμα το καρφί τ', καπετάνιο! — Καλό &μπλέξιμο&, καπετάνιο! Οι άλλοι εκάγχασαν· ο ξανθομούστακος πλοίαρχος συνωφρυώθη, ο Τσούρμος ηγέρθη εκ των οπισθίων ποδών και αφήκε φοβεράν υλακήν!

Γιατί άξαφνα, εκεί που ετριβόταν μικρή κ' ελάχιστη σαν χαϊδεμένη γάτα κοντά στον καπετάνιο, επεταγόταν απάνω κ' εμέριαζε το καραβόπανο φωνάζοντας τρομαχτικά: — Παναγία βόηθα!... Παναγία βόηθα!... Κ' ευθύς που εδροσόλουζε το καράβι με το βλέμμα της εγύριζε πίσω, γελαστά ψιθυρίζοντας στον τρομαγμένον δεσπότη της: — Τίποτα, καλέ! τίποτα... Έλεγα πως ήταν βαπόρι να μας κόψη...

Εζήτησε να βάλη μισθωτόν καπετάνιο στη γολέτα και δεν εύρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και αποφάσισε να φύγη ευρέθηκε Τρίτη και ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη να κατεβή στο γιαλό και πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια γίδα. Τι να κάμη; Γυρίζει πίσω.

Χώρια από τον καπετάνιο, οι άλλοι απλώναμε σώμα και ψυχή να ρουφήξουμε εκείνη την παράδεισο, με φανερή ζήλια στα μάτια για εκείνους που την χαίρονται. Και άξαφνα, δεν ξεύρω πώς, η πολυποίκιλη εικόνα έχυσε στα παιδιάτικά μου στήθη μια ευτυχία γλυκειά και μια θλίψι πλέον γλυκότερη, που αναγκαζόμουν να την ξεμυστηρευθώ, να την φωνάξω, γιατί μ' έπνιγε στην ορμητική πλημμύρα της.

Κύτταξε καλά, Θανάση, έγρυξεν ο αρχηγός εν μέσω της ερημίας αποτεινόμενος προς τον νεώτερον των συντρόφων. Μη μου πης ότι φοβήθηκες της Νεράιδες. Ντροπή! Σ' το Καραντελή θάμαξα την παλληκαριά σου. Και γι' αυτό δεν θα σ' αφήσω πλειο από κοντά μου. Βλέπω και κοντοστέκεσαι. — Καπετάνιο, ξέρεις το ελάττωμά μου, απήντησε μετά δειλίας ο Θανάσης.

Να σ' πω, καπετάνιο, είπεν ο κυρ-Δημάκης, επιβιβαζόμενος, κ' αν δεν τα πάρης εσύ τα δέκατα, θα τα πάρω εγώ! — Ένας απ' τους δυο μας, κυρ-Δημάκη! Εκραύγασεν από της λέμβου, ομιλητικώτατος κ' εύχαρις ο πλοίαρχος. Ήτο πρωία. Εις την αποβάθραν ουδείς εφαίνετο.