Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Την φίλησε, όπως συνήθιζε όντας τον έπαιρνεν ο ύπνος, μια στα χείλη, μια στα μάτια και μια στο ροδαλό αυτάκι της, ψιθυρίζοντας κάτι τρυφερό και ξελογιασμένο ακόμα, κι αυτή γαργαλίζουνταν και τον αγκάλιαζε φρενιασμένη. «Καλή νύχτα, αντρούλη μου». «Καληνύχτα, γυναικούλα μου». Και αποκοιμήθηκαν τότε σαν μικρά παιδάκια πλάι πλάι στου κρεββατιού την πλατειά στρώση. Άξαφνα απόψε ξύπνησε κατατρομασμένη.

Έρριξε βλέμμα γιομάτο περιφρόνηση στον αδερφό του κ' ήρθε και στάθηκε μπροστά του ψιθυρίζοντας : — Ανάξιε! Οι ακροατές σηκώθηκαν μονόγνωμοι κ' ήρθαν να συγχαρούν και να συλλυπηθούνε τον Αριστόδημο. — Ευχαριστώ.... ευχαριστώ.... απαντούσε στον καθένα εκείνος, σφίγγοντάς τους τα χέρια. Ξέρετε· ηθέλησα να πλησιάσω το δαιμόνιον ύφος του Περικλέους, είπε μπιστεμένα στον Περαχώρα.

Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι Σαύρα θα κάψω στη φωτιά και θα την κάνω σκόνη κ' ένα πιοτό, κακό πιοτό ταχυά θε να σου φέρω. Πάρε τα μάγια, Θέστυλι, πάρε τα μάγια τώρα και την κορφή της πόρτας του σύρε μ' αυτά ν' αλείψης και λέγε ψιθυρίζοντας: «τα κόκκαλά του αλείφωΦέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Τώρα, πούμεινα μόνη μου, τον έρωτά μου ας κλάψω.

Η ντόνα Έστερ γονάτισε κι αυτή μπροστά στην ψάθα ψιθυρίζοντας: «Έφις, ψυχή μου, θέλεις να φωνάξουμε τον παπα-Πασκάλε; Θα σου διαβάσει το Ευαγγέλιο κι αυτό θα σε ανακουφίσει…» Ο Έφις όμως την κοίταζε με ακίνητο το βλέμμα, με τα μάτια ανέκφραστα στο μελανό του πρόσωπο που γυάλιζε από σταγόνες ιδρώτα.

Γιατί άξαφνα, εκεί που ετριβόταν μικρή κ' ελάχιστη σαν χαϊδεμένη γάτα κοντά στον καπετάνιο, επεταγόταν απάνω κ' εμέριαζε το καραβόπανο φωνάζοντας τρομαχτικά: — Παναγία βόηθα!... Παναγία βόηθα!... Κ' ευθύς που εδροσόλουζε το καράβι με το βλέμμα της εγύριζε πίσω, γελαστά ψιθυρίζοντας στον τρομαγμένον δεσπότη της: — Τίποτα, καλέ! τίποτα... Έλεγα πως ήταν βαπόρι να μας κόψη...

Έπειτα έρριξε χάμω το ραβδί του, σα νάρριχνε το σπασμένο του σπαθί και μπήκε στο γραφείο ψιθυρίζοντας ακόμα: — Στάχτημπούλμπερη θα τον κάνω· στάχτημπούλμπερη, να μου το θυμάσαι. Ο Δημητράκης τον ακλούθησε με θλιμμένα μάτια ως που έκλεισε πίσω του την πόρτα. Έπειτα σταύρωσε τα χέρια, έγειρε το κεφάλι και κατέβηκε αργά τη σκάλα.

Ο Βεζίρης, προβλέποντας τι θα συνέβαινε, τον εκλιπάρησε να θυμηθεί τον όρο που είχαν βάλει οι οικοδέσποινες και πρόσθεσε ψιθυρίζοντας ότι αν η Υψηλότητά του περίμενε μέχρι το πρωί, θα μπορούσε ως Καλίφης να καλέσει τις κυράδες μπροστά του.

μου 'πάγωσ' όλο το κορμί πειότερο κι απ το χιόνι κ' έσταζ' ιδρώτας άφθονος από το μέτωπό μου σαν τη δροσούλα της νοτιάς, κ' εκόπηκ' η φωνή μου και δε μ' απόμεινε φωνή μηδ' όση έχει το βρέφος που ψιθυρίζοντας καλεί τη μάννα του στον ύπνο· κ' ενέκρωσαν τα μέλη μου σαν της κερένιας κούκλας. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν