United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σας βεβαιώνω ότι τούτο το φαινόμενον με έφερεν εις διαφόρους στοχασμούς· εθαύμασα την φυσικήν πρόνοιαν του ζώου εκείνου, το οποίον με έφερεν εις εκείνον τον τόπον, που ήτον το κοινόν κοιμητήριον των Ελεφάντων, διά να μου δείξη τα τε δόντια και κόκκαλα έτοιμα εκεί, διά να παύσω εις το εξής να τους καταδιώκω, και να τους επιβουλεύωμαι την ζωήν επειδή και διά τούτο το τέλος τους εσκότωνα· προνοητικόν ίδιον τινών ζώων, ως των Καστορχίων, τα οποία διά να αποφύγωσι τον θάνατον ρίχνουσι τα γεννητικά των μόρια εις τους κυνηγούς, διότι ηξεύρουσιν, ότι διά τούτο το τέλος τα κυνηγούν.

Βλέπεις τι έκανες; Μ' επρόσβαλες μπροστά στον κόσμο κ' έδιωξες από το σπίτι μου πρόσωπα της ανωτέρας αριστοκρατίας. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Λίγο με μέλει για την ανωτέρα αριστοκρατία τους. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν ξαίρω τι με κρατάει καταραμένη και δε σου σπάω το κεφάλι με τα κόκκαλα πούμειναν στα πιάτα. Ακούς εκεί ναρθής να μου ταράξης το γεύμα μου! Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Λίγο με μέλει, σου είπα.

Σαν ακρίδες ξεκινούν από το Μισίρι και πλακώνουν απ' άκρη σ' άκρη του νησιού Αράπηδες και Τουρκαρβανίτες. Όσο και να τους δεκάτιζε το Κρητικό το μολύβι, μαθημένοι καθώς είταν από πόλεμο ταχτικό, δεν αργήσανε να καταφέρουν όσα μια Τουρκιά δεν κατάφερε, να σαρώσουν τον τόπο, χωριά και χώρες να ρημάξουν, και χριστιανών κόκκαλα να σκορπίσουν απάνω σε χώμα αιώνες ζυμωμένο στο αίμα.

ΙΑΤ. Κι' άλλο σερβιτζιάλη, μη σε πονούν τα κόκκαλα; μη σε πονεί η μέση; ΚΡΗΣ. Πονούνε δα δεδίμ κ' αυτά. ΙΑΤ. Η κάψα δε θα πέση. Κρέσαι τα σερβιστιάλε από μισή δουζίνα. αβδέλαις καμμία κατοστή και γιατρικά απ' τα φίνα. Έχεις σκουτούρα τανιτιά; σ' έρχεται να ξεράσης; νυστάζεις βήχεις σ' έρχεσαι μια κοπανιά να σκάσης;

Ας σου πω μονάχα πως ήρθε μετά χρόνια πολλά στον τόπο μας καραβοτσακισμένος ο γέρο Βασίλης. Κι από τότες δεν ξαναγύρισε στη πατρίδα του παρά μια φορά, που πήγε και ξέχωσε τα κόκκαλα της γυναίκας και του παιδιού του, και τάβαλε στο κοιμητήριο, και τους έκαμε μνημόσυνο, και γύρισε πάλι πίσω, γιατί δικό του δεν μπόρεσε να ξανάβρη κανένανε.

Ας είνε ωστόσο· αφού το θέλετε, ψάξτε, σκάβετε, σκάβετε· κάτι θα βρήτε· ή κόκκαλα, ή κοχύλια, ή λαλαρίδια. — Είπε, κ' επήρε δρόμον κατά το ρέμμα. Ημείς εμαζέψαμεν τα σύνεργά μας κ' επήραμεν τον ανήφορον, επιστρέφοντες εις το χωρίον.

Αέρα, φύσα επάνω της μιάσματα γεμάτος και κτύπησέ την, να πιασθούν τα νέα κόκκαλά της! ΚΟΡΝ. Ω! σώπα, σώπα! ΛΗΡ Αστραπή, ρίξε φωτιάν και φλόγατα ξεπαρμένα 'μάτια της και τύφλωσε το φως της! Ω Ήλιε, ρούφα τους ατμούς, οπού γεννά ο βάλτος, και χύσε το φαρμάκι τωντα κάλλη της επάνω, που να της έλθη μαρασμός μέσ' 'ς το καμάρωμά της! ΡΕΓ. Να μη σ' ακούσουν οι θεοί!

Είπε, μα του Διός του νου δεν πείθει αφτά λαλώντας, γιατί η καρδιά τον Έχτορα του ζήταε να δοξάσει. 174 Τότες εκεί το Δάμασο ο άξιος Πολυποίτης 182 μέσα απ' το χαλκομάγουλο τον ακοντίζει κράνος· και δεν αμπόδισε ο χαλκός, μον πέρα ως πέρα ο στόκος με την ορμή του ξέσκισε το κόκκαλα, και λιώμα 185 μέσα όλος τούγινε ο μιαλός και τούκοψε τη φόρα· κατόπι και τον Όρμενο ξαρμάτωσε και Πύλο.

Και ρήχνοντάς την σπα του το κράνο το χαλκόσκαρο, και θρούβαλα του κάνει της κεφαλής τα κόκκαλα χωρίς μισό ν' αφίσει. 385 Και χάμου εκείνος έπεσε απ' τον ολόρθο πύργο σα βουτηχτής, κι' οχ το κορμί φτερούγιασε η ψυχή του. Κι' ο Τέφκρος τον Ατρόμητο γιο τ' Απολόχου Γλάφκο με τη σαΐτα, ενώτρεχε στ' αψηλοπύργι απάνου, τον κάρφωσε εκεί πούδε τον μ' αφύλαχτο βραχιόνι, και τούκοψε την προθυμιά.

Όπως την παράστησε η μητέρα μου, με κρατούσε στα γόνατά της καισθανόμουν ότι το σώμα της κάτω από τα φορέματα ήτο μόνο κόκκαλα, σκελετός άσαρκος. Το πρόσωπό της το αποσουρωμένο είχε του θανάτου το χρώμα. Φρίκη με κρατούσε κήθελα να φύγω από κοντά της, αλλά δεν είχα τη δύναμη. Τα χέρια της, πούσαν σα μεμβράνες ξερές και ζαρωμένες, με κρατούσαν σα σιδερένια μάγκανα.