Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ωχ! άφησέ με μιαν στιγμήν και είμαι κουρασμένη. Τι δρόμον που τον έκαμα! Πονούν τα κόκκαλά μου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ας είχα ‘γώ τα νέα σου και συ τα κόκκαλά μου! ‘Πέ μου να ζήσης, ω γλυκειά, γλυκειά μου παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τι βία! Μέγας ο Θεός! υπομονήν δεν έχεις; Δεν βλέπεις; Ελαχάνιασα κι’ αναπνοήν δεν έχω.

Στη γωνιά είταν κρεμασμένο ένα λυχναράκι, κούτσουρα φλογισμένα στο βυθό της έκαιαν. Ένας γάτος μαύρος μαύρος, ξαπλωμένος μέσα στη στάχτη κοιμούνταν βαθύτατα. Η γυναίκα του κυρ πάρεδρου ήρθε και χαιρέτησε το δεκανέα, μια γυναικούλα κατασκοτωμένη απ' τη δουλειά, τέσσαρα κόκκαλα, που λένε. Χαιρέτησε το δεκανέα κ' η κόρη του, μια παχουλή, κοντούλα κοπέλλα, χωρίς να σηκώση τα μάτια της.

Ποιος ξέρει μην η μοίρα, Αδέρφια, μ' αποκοίμισε για να με συνειθίσητου τάφου το τρισκόταδο. Εγώ κι' ο γέρο Χάρος Εψές λογαριαστήκαμε, και ’ς το κατάστιχό του Ένα μικρό καταιβατό μένει άγραφο για μένα. Γνοιαστήτ' εσείς τους ζωντανούς. Εγώ θα πολεμήσω Για τα παληά μας κόκκαλα. Στη φλόγα του πολέμου, Σα μέσαένα θυμιατό, θα ρίξω το κορμί μου Να γένω νεκρολίβανο ’ς το φοβερό τρισάγιο.

Έπειτα οι δύο ομού υπήγαμεν εις το ρηθέν δάσος, και ευρόντες τον σκοτωμένον Ελέφαντα, τον εθάψαμεν εις ένα τάφον επί το αυτό σκαμμένον με τον σκοπόν, όταν σαπή και αναλύση το κρέας του, να τον εξαναχώσωμεν, διά να μεταχειρισθή τα δόντια και κόκκαλά του ο αυθέντης μου εις πραγματείαν, που ήτον το επάγγελμά του.

»Όλα τ' αφίνω με χαρά, χωρίς ν' αναστενάξω. Και τώχω περηφάνεια μου, που εδιάλεξες εμένα Αυτήν την έρμη την πορειά με το κορμί να φράξω. Ευχαριστώ σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένα Και δε θα μείνουν άκαρπα τ' άχαρα κόκκαλά μου. Ευλόγησέ τηνε τη γη, οπού θα μ' αγκαλιάση Και στοίχειωσε κάθε κλονί από τα χώματά μου Να γένη αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.» »Θέ μου!

Ήτονε σχεδόν παιδί ακόμα, που δεν έδειχνε πως τάχε κλεισμένα τα δεκάξη, καθώς έλεγε η θεια, ένα κοριτσάκι με κοντό φουστανάκι, απαλό και στρουμπουλό σαν κάτι άσπρες γατίτσες που νομίζεις πως δεν έχουν κόκκαλα. Είχε μεταξένια καστανά μαλλάκια με λάμψεις χρυσές και χείλια κόκκινα και υγρά, μισανοιγμένα σαν ανθόφυλλα. Σαν κάποιο ξημέρωμα γλυκό ήτον απάνω της, αλάλητο.

Εκεί, ενώ ελαγοκοιμάτο μόλις, της εφάνη ότι διήρχετο έξωθεν του κοιμητηρίου, και ακούει φοβερόν κρότον συρράξεως σκληρών σωμάτων. Ύψωσε τους οφθαλμούς και βλέπει τα κόκκαλα των νεκρών ορθά, σηκωμένα επάνω, κινούμενα, τα βλέπει να συνταράσσονται και να κτυπώνται αμοιβαίως. Η ωλένη εκτύπα την ωλένην, ο βραχίων τον βραχίονα, η περόνη την περόνην, η πλευρά την πλευράν, ο σπόνδυλος τον σπόνδυλον.

Εδώ κάνω κατάγραμμο της δυστυχισμένης φαμίλιας μας που καταγώμαστε σκλιτάδα και σκλιτάδα από τη Ρούμελη και ήρθαμε σε τούτο το νησί της Ζακύνθου από κατατρεμμό και όχι από άλλο. Ο πατέρας μας, που ν' αγιάσουν τα κόκκαλά του, ελέγονταν Γιάννης και ήτον από την χώραν Αγιθυμιά, και η μάνα μας, που ο θεός να τη σχωράη, Σαλονίτισα, και ελέγονταν Βιολέτα. Γεννηθήκαμε τέσσαρα αδέρφια.

Διότι, αφ' ού από τας τροφάς κρέατα προστίθενται εις τα κρέατα, κόκκαλα δε εις τα κόκκαλα, και έτσι κατά την ιδίαν αναλογίαν και εις καθέν από τα άλλα προστίθενται τα ανήκοντα εις αυτά, τότε λοιπόν ενόμιζον ότι εκείνος ο όγκος, ο οποίος ήτο ολίγος, έχει γείνει ύστερα πολύς και τοιουτοτρόπως ο μικρός άνθρωπος γίνεται μεγάλος. Έτσι ενόμιζον τότε· δεν νομίζεις ότι είχον δίκαιον;

Παραλαβών δε αυτόν και άλλους πολλούς, οι οποίοι ηκολούθουν από περιέργειαν και θαυμασμόν, διέταξα όταν εφθάσαμεν εκεί να σκάψουν εις το μέρος όπου είδα να κρυφθή ο δαίμων• και όταν έσκαψαν ευρήκαν εις βάθος οργυιάς παλαιόν νεκρόν, του οποίου διετηρούντο μόνον τα κόκκαλα. Τον επήραμεν και τον εθάψαμεν αλλού, έκτοτε δε το σπήτι δεν ηνωχλήθη πλέον από φαντάσματα.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν