United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πότε τον έδιωχναν τάχα από κοντά τους· πότε στην ώρα που εδιηγόταν άρχιζαν όλοι ομόφωνοι τον βήχα· πότε έπιαναν φιλονεικία και τον εσύγχιζαν και κάποτε έφευγεν έναςένας σιγά και τον άφιναν ολομόναχον να λέγη και ν' ακούη. Ο Γιαννιός εφουρκιζόταν κ' έβανε όρκο στις μάνας του τα κόκκαλα, στη θάλασσα που αρμενίζει, να μη διηγηθή πλέον τίποτα.

Εγύριζε αριστερά, ευρισκόταν άξαφνα στην πόρτα της Κόλασης κ' έβλεπεν εμπρός αγριεμένο τον διάβολο μ' ένα δυκριάνι σιδερένιο στα χέρια να τον φοβερίζη. Εγύριζε δεξιά, έβλεπε την Παράδεισο και τον άγιον Πέτρο κρατώντας για ραβδί μια θεόρατη κλείδα κ' έτοιμον να του σπάση τα κόκκαλα. — Μωρέ διάβολε! λέγει, σαν σκούρα τα πράμματα!

Ο Σαϊτονικολής του υπεσχέθη ότι δεν θα του έλεγε πλέον τίποτε περί δαιμόνων· του ωρκίσθη μάλιστα εις τα κόκκαλα του σκύλου, με τα οποία, χάριν ευφημισμού, είχεν αντικαταστήσει εις τους όρκους του τα «κόκαλα του κυρού του».

Τράβα δρόμο σου. Εκείνος ηθέλησε να τον σπρώξη. Ο πατέρας σου άναψε. Τα λόγια του Νικολού ήρθαν ευθύς διάβολοι και του εσήκωσαν τα μυαλά. Δεν το παίρνεις, συλλογίζεται που να χαλάση ο κόσμος. Ή θ' ανεβώ με το μελάτι απάνω ή αφίνω τα κόκκαλά μου εδώ! Καθώς έκαμε να σπρώξη δεύτερη ο βουτηχτής, σηκώνει γροθιά ο πατέρας σου και του δίνει στο στομάχι.

Καθώς στεκότανε πίσω στο κάσσαρο με το ψηλό του κορμί τσακισμένο σε δύο, τάσπρα μαλλιά και τα λίγα ψαρά γένεια ανακατωμένα από τον άνεμο, με τα μάτια βαθουλωτά και σκαμμένα ολοτρόγυρα, με τα σαγόνια σφιγμένα από τον πόνο, έννοιωσε κάποιο βαθύ περόνιασμα στα κόκκαλα. Χλωμός σαν το αγιοκέρι δεν ήταν πια ο Καπετάν-Μοναχάκης. Αγνώριστος. Το καταλάβαινε και μονάχος του. «Πάει σωθήκανε τα ψέμματα.

Κι' ο ένας βρήκε, ο Σαρπηδός, κατάμεσα τη γούβα, και διάβηκε ο πικρός χαλκός τη σάρκα ως πέρα πέρα, και μάβρη νύχτα ανήλιαγη του σκέπασε τα μάτια. Ο άλλος στο ζερβύ μερί τον λάβωσε, κι' η μύτη 660 ως κολλητά στο κόκκαλα σα λυσσασμένη πήγε· όμως ακόμα απ' τη σφαγή τον γλύτωσς ο γονιός του. Και το λεβέντη Σαρπηδό οι θεϊκοί συντρόφοι τον βγάζανε όξω απ' τη σφαγή.

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 135 «Ξεύρω, εννοώ• κ' είχατον νουν αυτά 'που με προστάζεις. πλην τούτο θέλω να μου ειπής, εάν και του Λαέρτη θα υπάγω τώρα μηνυτής• αχ! ο αναστεναγμένος! ως χθες, αν και τον έσφαζεν ο πόνος του Οδυσσέα, τηρούσε ακόμα τους αγρούς, και με τους υπηρέταις 140 ς' το σπίτι του έτρωγ' έπινε, ότε η καρδιά του εζήτα. πλην τώρ', αφούτην θάλασσαν εβγήκες προς την Πύλο, δεν τρώγει πλειά, δεν πίνει πλειά, δεν βλέπει τους αγρούς του, αλλά μόνος του κάθεται, βογγά και αναστενάζει, και η σάρκες τουτα κόκκαλα τριγύρω καταρρέουν». 145

Εν τω διαβοήτω τούτω αγώνι έπεσεν ο γενναίος και το απαίσιον εκείνο πεδίον της μάχης, βαπτισθέν διά του αίματός του, προσηγορεύθη έκτοτε « τα κόκκαλα του Γρίβα. »

Τας άκουσα να μιλούν σιγά· διηγούντο μεταξύ των ασήμαντα πράγματα, νέα της πόλεως: Πως αυτή πανδρεύεται, πως εκείνη είναι ασθενής, πολύ ασθενής, έχει ξηρό βήχα, τα κόκκαλα φαίνονται εις το πρόσωπόν της και της έρχονται λιποθυμίες· ουδέ λεπτό δεν δίνω για την ζωήν της, έλεγεν η άλλη. Ο Ν.Ν. και αυτός είναι κακά, έλεγεν η Καρολίνα.

Κάτι κερδίσαμε λοιπόν κι από το Βυζάντιο. Μα μήπως τάχα δε θαρρείτε πως κερδίσαμε κι άλλα, που δεν τα παίρνει το μάτι αμέσως, γιατί πρέπει να ψάξης κατάβαθα στην ψυχή, να τα δης μέσα της; Μήπως δε θαρρείτε πως του Κωσταντίνου ο στρατός, πως του Ιουστινιανού οι πόλεμοι, πως οι νίκες του Φωκά, πως του Βουλγαροχτόνου η ακαταδάμαστη πιμονή, πως τόσοι και τόσοι λαοί χτυπημένοι, τόσες μάχες, τόσα μεγαλεία, μήπως δε θαρρείτε, με τα δυστυχήματα μαζί, ναι! ως και με το πάρσιμο της Πόλης, δε θαρρείτε πως ζουν αφτά όλα στο αίμα το ρωμαίικο και μέρα την ημέρα το δυναμώνουνε; Ο σταβραϊτός, λέει το τραγούδι, θα δυναμώση, σα φάη κόκκαλα αντρειωμένου.