Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Μα τι ναπελπιζόμαστε; Είναι ποιητής, είναι δημιουργός ο Καρκαβίτσας, και θα καταλάβη. Έπειτα, μια κ' έννοιωσε ο Ρωμιός ποιο είναι το σωστό, ποιο τωραίο, του κάκου! Ησυχία δε θάχη, ως όπου το καταφέρη. Πομονή μας χρειάζεται. Είναι σήμερις η Ανάγκη μεγάλη. Εγώ πιστέβω!
Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασκάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της. — Κύτταξε, μου είπε, πως έγεινα από τα νερά εκεί πώπεσα. — Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.
Σέρνοντας τα σκυλιά μπροστά, 'ςτόν ώμο το ζαρκάδι. Αποσταμένος κάθεται να πιή νερό 'ς τη βρύσι. Η κόρη πούταν ντροπαλή ξυπνάει απ' τ' όνειρό της, Και με την όψι κόκκινη, με χαμηλά τα μάτια, Από τα πόδια ως την κορφή τόνε κυττάζει μ' έγνοια, Κι' όσο που τον θιαμαίνεται δεν τον ζηλεύει τόσο. 'Στό πρόσωπο, 'ς την εμμορφιά και 'ςτήν φεγγοβολιά του Έννοιωσε πούν' αρχοντογυιός κι' από γενηά μεγάλη.
Οι Ρωμαίοι, κι όσοι τους ακόμα είταν τυραννικοί προς τους Έλληνες, σπάνια τους φέρθηκαν καθώς θα φερνόντανε σε βάρβαρο έθνος που δεν έννοιωσε και λαμπρότερες μέρες. Την είδαμε την πολιτική τους. Είτανε για τους καιρούς εκείνους φωτισμένη πολιτική. Θα πήτε, ό,τι έκρυβε μέσα του το σιγανό κι αλάθευτο φαρμάκι που θανατώνει τα έθνη, μας τόδιναν.
Τα απλά αυτά λόγια με ξαναφέρανε στην πραγματικότητα και στο στήθος μου πέρασε ένα θερμό κύμα ευγνωμοσύνης προς το νέο, που με πήγαινε με το αμάξι του. — Ναι, είπα με πνιγμένη φωνή. Αυτό είναι. Και κάθησα στο αμάξι με το συναίστημα πως βρήκα έναν άνθρωπο, που έννοιωσε τι έτρεχε κ' ήθελε να με βοηθήση.
Καθώς στεκότανε πίσω στο κάσσαρο με το ψηλό του κορμί τσακισμένο σε δύο, τάσπρα μαλλιά και τα λίγα ψαρά γένεια ανακατωμένα από τον άνεμο, με τα μάτια βαθουλωτά και σκαμμένα ολοτρόγυρα, με τα σαγόνια σφιγμένα από τον πόνο, έννοιωσε κάποιο βαθύ περόνιασμα στα κόκκαλα. Χλωμός σαν το αγιοκέρι δεν ήταν πια ο Καπετάν-Μοναχάκης. Αγνώριστος. Το καταλάβαινε και μονάχος του. «Πάει σωθήκανε τα ψέμματα.
Ποίος δε θυμάται σπάσιμο παιχνιδιού, φταίξιμο που δεν κρύβεται, ποιος δεν έννοιωσε κοφτερό μαχαιράκι στην καρδιά του σαν έφευγε κανένας αγαπημένος από το σπίτι, ή κι από τη γειτονιά; Εγώ τονε θυμούμαι ακόμη το φίλο μου το Ζανούλη σαν ταξίδευε για την Ίμπρο με τον πατέρα του. Ράγιζε η καρδιά μου. Είτανε βράδυ όταν με πλάκωσε η θλίψη αυτή.
Ούτε άντρα είδε στο πλευρό της, ούτε σπιτικό έννοιωσε, ούτε παιδιά ανάστησε γύρω της, να της θυμίζουν πως πέρασαν τα χρόνια. Το κάτω-κάτω της γραφής, ποτέ δε λογάριαζε τα χρόνια της. Κι' αν έκανε καμμιά φορά να τα λογαριάση, γρήγορα παρατούσε τον λογαριασμόν αυτόν και τονέ ξέχανε. Δεν είχε χειμωνιάσει η ψυχή της ακόμα, έλεγε κάποτες ο παπάς.
Ήταν σ' ένα γεύμα στου Charles Lamb. «Στη συντροφιά ανάμεσα — κ' ήταν όλοι τους άνθρωποι των γραμμάτων — εκάθησε ένας φονιάς», έτσι μας τα διηγείται και προχωρώντας περιγράφει πως εκείνη την ημέρα είχε αρρωστήσει κ' είχε αηδιάσει και την ανδρική και τη γυναικεία μορφή κι ωστόσο έννοιωσε τον εαυτό του πως κύτταζε μ' ένα διανοητικό ενδιαφέρον πέρα στην άλλη άκρη του τραπεζιού τον νεαρό συγγραφέα, που κάτω από τους προσποιημένους του τρόπους του φάνηκε πως κρυβόταν μι' ανεπιτήδευτη αισθηματικότης, και συλλογίζεται «ποια ξαφνική ανάπτυξη αλλόκοτου ενδιαφέροντος» θα του άλλαζε τη διάθεση, αν ήξερε τότε ποιου φοβερού αμαρτήματος ήταν ήδη ένοχος ο φιλευόμενος, που τόση προσοχή του έδινε ο Lamb.
Φαίνεται πως ο Ρωμιός ο ίδιος, σε όσα καταπιάνεται, γράφει, συλλογιέται και λέει, δεν έχει ποτέ άλλους λόγους παρά προσωπικούς, πάντα με το εγώ του κι ομπρός. Έτσι λέει πως άμα είσαι και συ Ρωμιός, τέτοιους λόγους θάχης. Όταν τα διαβάζει κανείς αφτά, σα φρόνιμα του φαίνουνται. Όταν τα συλλογιστή, βλέπει πως ο αγαθός μας ο Ξενόπουλος δεν έννοιωσε ποιο είναι καθαφτό το ζήτημα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν