United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κυττάζοντας εχθές τα ονόματα των ξένων στην είσοδο του άλλου ξενοδοχείου αντίκρυσα άξαφνα τόνομά της. Φαντάζεσαι την ταραχή μου . . . ΜΙΣΤΡΑΣΈνας λόγος νάφευγες το ταχύτερο. . . . ΦΛΕΡΗΣ — Α! όχι. Δεν μπόρεσα, γιατρέ. Όλη η περασμένη μου ζωή ξανάζησε μπροστά μου. Το χέρι μιας Μοίρας μου φάνηκε πως ανάστησε μπροστά μου έναν πεθαμένο κόσμο. Ένα χέρι μυστικό με κάρφωσε στη θέση μου.

Ούτε άντρα είδε στο πλευρό της, ούτε σπιτικό έννοιωσε, ούτε παιδιά ανάστησε γύρω της, να της θυμίζουν πως πέρασαν τα χρόνια. Το κάτω-κάτω της γραφής, ποτέ δε λογάριαζε τα χρόνια της. Κι' αν έκανε καμμιά φορά να τα λογαριάση, γρήγορα παρατούσε τον λογαριασμόν αυτόν και τονέ ξέχανε. Δεν είχε χειμωνιάσει η ψυχή της ακόμα, έλεγε κάποτες ο παπάς.

ΜΙΡ. Ωιμέ, τι φροντίδα θα ήμουνα τότε για σε! ΠΡΟΣΠ. Ω! ήσουν ένα Χερουβείμ, εσύ μ' εφύλαξες! Χαμογελούσες εσύ, γιομάτη θάρρος από τον ουρανόενώ εγώ έχυνα στο πέλαο δάκρυα πικρά, και αποκάτου εις το βάρος μου εβογγούσα, εκείνο ανάστησε μέσα μου την ανδραγαθία, έτοιμη να υπομείνη ό,τι μπορούσε ν' ακολουθήση. ΜΙΡ. Πώς αράξαμε; ΠΡΟΣΠ. Με του θεού το χέρι.

Όμως κανένας δεν θα θυμάται εσέ βασιλέα της Θήβας, αν όλους μας ο όλεθρος μάς συνεπάρη κι ας σου ’λαχε απ’ τον θάνατον να μας γλυτώσης. Ανάστησε απ’ την συμφοράν την πόλιν, άναξ, όπως και τότε μάντευμα καλό στην πόλιν έδωκες, δώσε μια φοράν ακόμη. Κ’ έτσι αν είναι μεσ’ στον τόπο μας να βασιλεύης κάλλιο γεμάτη η πόλις μας να ’ναι απ’ ανθρώπους παρ’ αδειανή.

Αυτήν τη φορά, την ορμήνεψαν να μην πάρη πατριωτάκι, μα ξένο, για να μη λάβη θάρρος μαζί της. Επήρ' ένα κορίτσι από ξένα μέρη, απ' τη στεριά την αντικρινή, φτωχό, έρμο και σκοτεινό. Το ανάστησε, το πόνεσε, το μεγάλωσε. Η ψυχομάννα λύσσαξε, σκύλιασε, απ' το κακό της. Της ήρθεν, ευθύς, να την πετάξη όξω, αφού την γδύση, και να την αφήση με το πουκάμισο.

Ούτε γνωρίζω πια θεόν κανένα να του πάμε θυσίες, να συγκινηθή και να μας εισακούση. Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Ένας μονάχα θάκανε το θαύμα, αν εζούσε ο γυιός του Φοίβου Ασκληπιός• αυτός και πεθαμμένην την άμοιρη βασίλισσα μπορούσε ν' αναστήση κι' από τον Άδη εις την γην να μας την φέρη πίσω. Γιατί πριν μ' ένα κεραυνό ο Ζευς να τον σκοτώση πολλούς νεκρούς ανάστησε από τον κάτω κόσμο.

Οπού σε τρύπα λογιαστή, ζωγραφιστή καμάρα, 85 Βασιλικά μ' ανάστησε μ' αγάπη και λαχτάρα, Σε χάιδια και σ' ανάπαψες, σε χίλια διο παιγνίδια Και μ' έθρεψε με κάστανα, με σύκα, με καρύδια· Και με λογής λογιών γλυκά, που ο νους σου δε χωράει, Γιατί δεν τα ίδες πουθενά, ποτέ δεν τα 'χεις φάη. 90 Πώς είναι τώρα δυνατό να φιλιοθούμε αντάμα, Οπού δεν έχομε όμιασι μηδέ καν σ' ένα πράμμα.