United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφτούς, ο γιος του Μηκιστιά τους νέκρωσε τα κάλλη και την ψυχή, και τ' άρματά τους έβγαλε απ' τους ώμους. Κατόπι τον Αστύαλο ο Πολυποίτης σφάζει. Μια του Δυσσέα κονταριά ξαπλώνει τον Πιδύτη· 30 το θεογέννητο Αρετά κι' ο Τέφκρος θανατώνει, και κάρφωσε ο Αντίλοχος με το λαμπρό κοντάρι τον Αβληρό.

Έν' άστρο ας μείνη ψηλά να μας παραστέκη. Κι' ο Θεός άκουσε τα λόγια του Αγαπημένου. Ο Ήλιος έσβυσε απάνω στο στερέωμα κ' ένα άστρο, γλυκό σαν την Αφροδίτη, έλαμψε στο γαλάζιον αιθέρα, απάνω απ' το αγκάλιασμά τους. Κι' ο Αγαπημένος έσφιξε την αγάπη του απάνω στο στήθος του και κάρφωσε τα μάτια του απάνω στα δικά της.

Και θαμπωμένη εμπρός σ' αυτό το γεμάτο μυστήριο και ξάφνισμα απειροφώτισμα, κάρφωσε ασυνείδητα τα μάτια της ίσα στα γυαλιά του παραθυριού με όψη τρελλής, ασάλευτη σαν παραλυμένη. Η βροχή με γοργό κατρακύλημα πυροβολαρχίας, χτυπούσε τόρα και παράδερνε το σπίτι, τα κεραμίδια μέσα στη νεροποντή χόρευαν και τα γυαλιά του παραθυριού έχυναν μελωδία τυμπανοκρούσματος.

Όμια κι' ο Αίας κάρφωσε πηδώντας τη δική του, 260 κι' ο στόκος ίσα διάβηκε ως μέσακι' ενώ ορμούσε πίσω ξανά τον άμπωξεκαι κόφτοντας του πήγε ως στο λαιμό, κι' ανάβρυζε μαβρόθολο το αίμας.

Μα τόδε του Φυλέα ο γιος κι' ομπρός πηδάει και ρήχνει, 520 μα δεν τον πήρετι έκανε παρέκει, κι' ο Απόλλος του Πάνθου γιο δεν άφινε να πέσει εκεί στους πρώτουςΜον μες στα στήθια κάρφωσε τον Κροίσμο, που βροντώντας πέφτει βαρύς.

Κυττάζοντας εχθές τα ονόματα των ξένων στην είσοδο του άλλου ξενοδοχείου αντίκρυσα άξαφνα τόνομά της. Φαντάζεσαι την ταραχή μου . . . ΜΙΣΤΡΑΣΈνας λόγος νάφευγες το ταχύτερο. . . . ΦΛΕΡΗΣ — Α! όχι. Δεν μπόρεσα, γιατρέ. Όλη η περασμένη μου ζωή ξανάζησε μπροστά μου. Το χέρι μιας Μοίρας μου φάνηκε πως ανάστησε μπροστά μου έναν πεθαμένο κόσμο. Ένα χέρι μυστικό με κάρφωσε στη θέση μου.

Η καρδιά δε γερνάει ποτέ.» «Αυτό είναι αλήθεια», παραδέχτηκε η Νοέμι, αλλά με μια φωνή που έμοιαζε να βγαίνει άθελά της από το στόμα, αλλά αμέσως συνοφρυώθηκε και ανασήκωσε τα ψυχρά, ειρωνικά της μάτια και τα κάρφωσε σε εκείνα της γριάς. «Τι θέλετε λοιπόν από εμένα;» «Να μιλήσετε στον ντον Τζατσίντο.

Μα καθώς στεκόμαστε βυθισμένοι στους στοχασμούς μας και κοιτάζαμε το φως του φεγγαριού να σβήνη στη σκοτεινιά του δάσους, η γυναίκα μου είπε: — Δε θέλω να την αφήσω εδώ. Ήθελα να την πάρω μαζί μου. Την έβγαλε προσεχτικά και την κάρφωσε στο φόρεμά της. — Μπορεί να μην ξαναγυρίσω εδώ και δε θέλω να τη βρης εσύ κατόπι.

Αντίκρυ, μέσα στη σκιά που άπλωνε στα νερά το βουνό του Προδρόμου, η «Αθηνά» σάλευε παραπονετικά. Ο Μοναχάκης κουβαριασμένος απάνω στην άμμο, μέσα στην αγκαλιά του Γερο-Φλώκου, μ' ένα ροχαλητό που έβγαινε από το στήθος του, σήκωσε το κεφάλι του με κόπο και κάρφωσε τα μάτια του μισοσβυσμένα απάνω στο μπρίκι. Το πρόσωπό του ήταν σαν κερί, το στήθος του ανεβοκατέβαινε σ' ένα βουβό αναφυλλητό.

Τότες γυρίζει κι' απαντάει ο δυνατός Διομήδης «Ναι, στέκω εγώ και καρτεράω· μα μακρινή δε θάναι θαρρώ η αλάφρωση από μας, τι νίκη να μας δώσει δε θέλει ο Δίας τώρα πια, μον να! στους Τρώες θέλειΕίπε, και χάμου το Θυμπριό τον γκρέμισε οχ τ' αμάξι 320 τρυπώντας τον στ' αριστερό βυζί του· κι' ο Δυσσέας τον παραγιό του κάρφωσε, το θεϊκόνε Μόλιο.