United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθισε στον καναπέ, ακκούμπησε στο χέρι το κεφάλι της και κύτταξε γύρω τα σωθέματα μ' ευχάριστο ξάφνισμα. Αντίκρυ το κρεββάτι ασπροντυμένο έμοιαζε μ' ανθισμένο αγιόκλημα. Σε μιαν άκρη ήταν στημένος αργαλειός με μισοϋφασμένο παννί και δίπλα η ανέμη έτοιμη να μασουρίση χρυσόγνεμα. Στον τοίχο κρεμόταν το δοξάρι και μια κιθάρα.

Κάποτε όμως πιστεύω πως και να είναι τώρα όπως το λέει, ωστόσο όλα αυτά θαλλάξουνε γλήγορα σε κάτι μεγαλήτερο, κάτι που το αιστάνεται με ξάφνισμα και φόβο κ' η ίδια, όμως δε θέλει να το πιστέψη. Τι θα γίνη δε γνωρίζω. Μα γνωρίζω πως τώρα δεν είμαι απελπισμένος, όπως πρωτήτερα.

Οι δικές μας οι τουφεκιές δεν έκαμναν τόσο βουητό, μα μήτε και στον αέρα δεν πέφτανε. Σιγά σιγά οι πεντακόσοι μας γίνουνται χίλιοι με τους χωριανούς που ολοένα μαζεύουνταν. Τρέχει τότες μια παρέα κατά τα βορεινά του κάμπου και τους περεχάει κι από κει. Ξάφνισμα και τρομάρα αμέσως οι Τούρκοι που βρίσκουνταν κατακεί. Κοντοστέκουνται μια στιγμή, κι ύστερα λάσπη!

Και με ξάφνισμα παρατήρησα πως τώρα μπορούσα να κάνω τη σκέψη χωρίς πίκρα, μόνο γιατί τώρα την αιστανόμουνα τόσο κοντά μου, όπως ποτέ άλλη φορά. «Δε θα πεθάνη», συλλογίστηκα έπειτα από μια στιγμή. «Θα ζήση». Και παρατήρησα την αντιλογία στη σειρά των στοχασμών μου. Κάθησα στην κάμαρά μου και προσπαθούσα να διαβάσω.

Εις την Σπάρτην υπήρχαν πολλοί ναοί και βωμοί αφιερωμένοι σ' ένα σωρό θεούς. Κανένας δεν εσώθηκε. Δεν είναι παράδοξον να σωθή ένας και μόνος, ο βωμός εις τον Θεόν του γέλοιου; — Για σταθήτε όμως μια στιγμή, εξηκολούθησεν ο ίδιος με ένα άλλαγμα εις την φωνήν και στο στάσιμο, είχα άδικο ν' αστειευθώ εις βάρος σας; Το ξάφνισμά σας για ό,τι βλέπετε είναι πολύ δικαιολογημένο.

Και θαμπωμένη εμπρός σ' αυτό το γεμάτο μυστήριο και ξάφνισμα απειροφώτισμα, κάρφωσε ασυνείδητα τα μάτια της ίσα στα γυαλιά του παραθυριού με όψη τρελλής, ασάλευτη σαν παραλυμένη. Η βροχή με γοργό κατρακύλημα πυροβολαρχίας, χτυπούσε τόρα και παράδερνε το σπίτι, τα κεραμίδια μέσα στη νεροποντή χόρευαν και τα γυαλιά του παραθυριού έχυναν μελωδία τυμπανοκρούσματος.

Όχι, όχι· αποκρίθηκε στενάζοντας ο Περαχώρας· δεν ήρθε ακόμα η ευλογημένη ώρα· πλησιάζει, αλλά δεν ήρθε· έχουμε αλλού εργασία. — Ο φίλος μου έλαβε διαταγή να πάη στου Πέτρου του Θεομίσητου κ' εγώ στου Βασίλη του Ζάρακα· είπε βιαστικά ο Γκενεβέζος. — Ναι· είπε κι ο Περαχώρας μαντεύοντας το ξάφνισμά του. Έχουν, βλέπετε, κ' εκείνοι τη σημασία τους. — Σημασία! εψιθύρισε αφαιρεμένος ο Αριστόδημος.

Η παράκληση, που μου έκαμε να την αφήσω να πεθάνη, είτανε τόσο συγκινητική και τόσο σοβαρή, ώστε δεν είχα το θάρρος να την παρακαλέσω να ξαναγυρίση χάρη μου στη ζωή. Γιατί η ζωή άξιζε και γι' αυτή το ίδιο. Και παρατήρησα με ξάφνισμα πως μπορούσε ναφήση όλα όσα αγαπούσε, γιατί είταν ετοιμασμένη γι' αυτό. Μα ταυτόχρονα αιστανόμουνα μ' όλη τη δύναμη της απελπισίας πως εγώ δεν μπορούσα να τη χάσω.

Κρατούσε με κόπο από το μπράτσο μια γυναίκα, που έτρεμε, πούχε ανάστημα μεγαλόπρεπο, κ' έλαμπε ολόκληρη μέσα σε πετράδια κ' ήτανε σκεπασμένη μ' έναν πέπλο. — Τραβήχτε αυτόν τον πέπλο, είπε η γριά στον Αγαθούλη. Ο νέος πλησιάζει· σηκώνει τον πέπλο με φοβισμένο χέρι. Τι στιγμή! Τι ξάφνισμα! Νομίζει πως βλέπει τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. Τη βλέπει πραγματικά, ήταν η ίδια.

Πάντα ένοιωσα μέσα μου κάτι σαν ξάφνισμα, πάντα είχα το αίστημα πως όλα όσα ζούσα είτανε μόνο κατά το μισό πραγματικότητα, πάντα η τάση μου είταν από κείνο που υπήρχε προς εκείνο που έμελλε να έρθη, προς το άγνωστο. Πάντα ονειρεύτηκα την ευτυχία μου κ' η ευτυχία δε μου παρουσιάστηκε ποτέ μ' άλλη μορφή από την οικογενειακή.