United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι, όχι· αποκρίθηκε στενάζοντας ο Περαχώρας· δεν ήρθε ακόμα η ευλογημένη ώρα· πλησιάζει, αλλά δεν ήρθε· έχουμε αλλού εργασία. — Ο φίλος μου έλαβε διαταγή να πάη στου Πέτρου του Θεομίσητου κ' εγώ στου Βασίλη του Ζάρακα· είπε βιαστικά ο Γκενεβέζος. — Ναι· είπε κι ο Περαχώρας μαντεύοντας το ξάφνισμά του. Έχουν, βλέπετε, κ' εκείνοι τη σημασία τους. — Σημασία! εψιθύρισε αφαιρεμένος ο Αριστόδημος.

Όπως δήποτε θα σας παρακαλέσω, επρόσθεσε ζητιάνικα, να έχετε υπ' όψη σας τα δίκαιά μας. — Τα δίκαιά σας! τα δίκαιά σας! εφώναξε ο Περαχώρας. Και ποιος μπορεί ποτέ ν' αρνηθή τα δίκαιά σας! ποιος τολμά να τ' αμφισβιτήση· ποιος είνε τόσον άμουσος να τα λησμονήση!... — Αι περγαμηναί σας εξασφαλίζουν τη νίκη σας, να είσθε βέβαιος· του είπε ο Γκενεβέζος σφίγγοντας το χέρι του.

Έπειτα κούνησε συλλογισμένος το κεφάλι του και χαμογέλασε πονηρά. — Που θα πη, κυρά μου, είπε στην αξίνα του, και συ και το κορίτσι βρήκατε σήμερα τον αφέντη σας. Ήλιος λοιπόν στο γέρο Μαλαματένιο. Έρριξε την αξίνα στον ώμο του και τράβηξε το δρόμο του σιγοτραγουδώντας: Τούρκοι, κρατείτε τ' άλογα λίγο να ξανασάνω... Ο Περαχώρας κι ο Γκενεβέζος ετοιμάζονται σήμερα για ταξείδι.

Το ζερβί του χέρι ανάερο έσφιγγε ακόμη την άκρη από το κέντημα. Στο στήθος, στην κοιλιά και στα πόδια του κάθονταν ανάκατα βιβλία και συντρίμμια· άλλα συντρίμμια σκέπαζαν απ' άκρη σ' άκρη το πάτωμα σαν ποταμού κατεβασιά. — Θρήνος έγινε! είπε με φρίκη ο γιος του Χαγάνου. — Καταστροφή!... μεγάλη καταστροφή! είπε κι ο Περαχώρας με θλίψη.

Σηκώθηκε ξαναμμένος, έκαμε δυοτρία βήματα γύρω στο τραπέζι κ' έπειτα κυττάζοντας τους σοφούς επρόσθεσε με σοβαρή φωνή·Θα το κάμω· να είστε βέβαιοι. — Εύγε σου· εφώναξε μ' ενθουσιασμό ο Περαχώρας, σφίγγοντας το χέρι του. — Σε συγχαίρω· είπε ο Αλαμάνος κάνοντας το ίδιο. Σε βεβαιώνω πως και τα δύο ημισφαίρια θα χειροκροτήσουν την απόφασή σου.

Τρεις σοφοί με ματογυάλια και μολυβοκόντυλα στο χέρι. Είναι ο Γρηγόρης Αλαμανός ένας, ο Ηρακλής Γκενεβέζος και ο Θουκυδίδης Περαχώρας. Και οι τρεις τους είνε ξενομερίτες. Μα οι δυο τελευταίοι, από το θαυμασμό που έχουν στους προγόνους του Ευμορφόπουλου, άλλαξαν τα ονόματά τους με χτυπητά ονόματα εκεινών. Είχαν δουλειά τους να μελετούν τα βιβλία και τα χερόγραφα κάθε καιρού και τόπου.

Μόνον η κιτρινάδα που έβαφε το πρόσωπό του και το χάλπωμα των ματιών του φανέρωναν τη μεγάλη του συγκίνηση. — Ακούστε, είπε ο Περαχώρας, διαβάζοντας δυνατά και ρυθμικά : Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερόν έστιν η Πατρίς· και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ' ανθρώποις τοις νουν έχουσι. ..

Έτρεξε, τους βόησε να κατεβούν από τάλογα, τους ρώτησε μην είνε κουρασμένοι, έκαμε χίλιους τρόπους για να δείξη τη χαρά του που τους ξανάβλεπε. — Το έλεγα κ' εγώ, το έλεγα· δεν ημπορούν να λησμονήσουν τους παλαιούς των φίλους. — Α! ποτέ! ποτέ!... είπε ο Περαχώρας. — Τους παλαιούς και τους νέους· επρόσθεσε ο Γκενεβέζος. Το βράδυ που ετοιμαζόταν το τραπέζι, τα δυο αδέρφια λογόφεραν πάλε.

— Η συγγενής σας ; εφώναξε ο Περαχώρας, κυττάζοντας προσεχτικώτερα την κόρη. — Όχι· δηλαδή ναι, συγγενής μας· εμάσισε ο Αριστόδημος· μα δεν έχουμε καμιά σχέση μαζί της. — Πώς, αφού είνε συγγενής σας; τον ρώτησε ο Αλαμάνος. — Μακρινή συγγένεια· είνε αίμα μας αλλά νοθεμένο. — Ξέρω, ξέρω· τον έκοψε ο Περαχώρας· τη μητέρα της την ατίμασε κάποιος Χαγάνος.

Ωραίο σύμπλεγμα! είπε ο Γκενεβέζος, προβάλλοντας το κεφάλι του. — Νομίζω πως βλέπω εικόνα Μηκυναϊκού αγγείου· είπε κι ο Περαχώρας, παίζοντας τα πονεμένα μάτια του. Ο Αριστόδημος έμεινε πίσω κατάχλωμος. από θυμό. Το θέαμα του φαινόταν ανήθικο, και πρόστυχο μαζί. Ένας γιος του Ευμορφόπουλου, να στέκη τόσην ώρα φορτωμένος μια κόρη ταπεινή! Τόλεγε ατιμία που πασάλειφε όλη του τη γενιά.