United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ατιμία δεν είνε η ταπεινή τέχνη· είνε να μην ξέρης να δουλέψης την τέχνη σου... Μα τι τα θες αυτά; επρόσθεσε με δυσάρεστο μορφασμό. Εσύ τώρα είσαι στο πόδι του πατέρα σου κι ό,τι θέλεις θα γένη. Εγώ άλλη κουβέντα ήρθα να σου κάμω κι αλλού πέσαμε. — Λέγε, μητέρα· σ' ακούω. Μα στην ψυχή του πατέρα μου σ' ορκίζω πρώτα. Μη μου ειπής για κείνον τον τιποτένιο το Θεομίσητο.

Θεριά λες πολεμούσαν· να θε τους δει θεά Αθηνά, να θε αντροσκιάχτης Άρης, λόγο αχαμνό δε θάλεγαν, όσο κι' αν είχαν πάθος. 399 Έτσι πολέμαε, κι' έλεγε κάθε Αχαιός λεβέντης 414 «Ντροπής, αδρέφια, κι' ατιμιά να τραβηχτούμε πίσω! 415 Δεν έχει, σ' όλους μας εδώ μπροστά ας ανοίξει πρώτα η μάβρη γης!

Και οι μεν Πελοποννήσιοι επρόκειτο μόλις εξημέρωνε να μεταβούν εις βοήθειαν της Μιλήτου, ο δε στρατηγός των Αθηναίων Φρύνιχος, ο οποίος είχε λάβει εκ Λέρου ειδήσεις θετικάς περί του εχθρικού στόλου, βλέπων ότι οι συνάρχοντες αυτού ήθελαν να περιμείνουν και να ναυμαχήσουν, διεκήρυξεν ότι όχι μόνον αυτός δεν θα έπραττε τούτο, αλλά και θα κατέβαλλε πάσαν προσπάθειαν, διά να μη το πράξουν μήτε αυτός μήτε κανείς οιοσδήποτε. « Αφού δυνάμεθα, έλεγε, να γνωρίσωμεν βραδύτερον τον ακριβή αριθμόν των εχθρικών πλοίων, και να προετοιμάσωμεν ανέτως τα μέσα της υπερασπίσεως, θα ήτο παραφροσύνη να κινδυνεύσωμεν παρασυρόμενοι από ψευδοφιλοτιμίαν· ουδεμία ατιμία προσγίγνεται εις το ναυτικόν των Αθηναίων, εάν υποχωρήση εγκαίρως, ενώ υπό οιανδήποτε έποψιν θα ήτο μεγίστη ατιμία, εάν ενικάτο, διότι η πόλις τότε όχι μόνον θα περιέπιπτεν εις το αίσχος, αλλά και εις τον μέγιστον των κινδύνων· μετά τας προηγηθείσας δυστυχίας μόλις επετρέπετο με δοκιμασμένας δυνάμεις να επιτεθώμεν χωρίς να αναγκασθώμεν εις τούτο, κατά μείζονα λοιπόν λόγον θα ήτο ασυγχώρητον άνευ ανάγκης να ριφθώμεν εις εκουσίους κινδύνους.

Σου πειράζουν τα νεύρα! και δεν σου πειράζει τα νεύρα λοιπόν η δυστυχία, την οποίαν πολύ γρήγορα θα φέρης εις το σπίτι σου, η πτωχεία και η πείνα, την οποίαν μας ετοιμάζεις, η ατιμία . . . Θεέ μου! . . . Και η ταλαίπωρος μήτηρ μη κατορθώσασα να συμπληρώση την φράσιν της, εκάλυψε το πρόσωπον αυτής διά των χειρών και ερράγη εις λυγμούς.

Εφοβείτο τον Καίσαρα, εφοβείτο τους ανθρώπους, εφοβείτο τον κυκεώνα εκείνον του παλατίου, εφοβείτο τας εορτάς, των οποίων η ατιμία της ήτο γνωστή εκ των συνομιλιών του Αούλου, της Πομπωνίας και των φίλων της. Εγώριζεν ότι εις το παλάτιον εκείνο θα εχάλκευον τον όλεθρον της. Αλλ' εις την ψυχήν την ενθουσιώδη εκ διδασκαλίας υψηλής ώμνυε να μη εξασθενήση και ηττηθή.

Καλή είναι η τιμωρία, μα πολύ σύντομη. Η μεγάλη φωτιά θα την κάψη αμέσως, κι' ο δυνατός άνεμος θα σκορπίση γρήγορα την στάχτη της. Κι' όταν σε λίγο θα πέση η φλόγα, η τιμωρία της θα τελειώση κι' όλα. Θέλεις να σου μάθω εγώ ακόμη χειρότερη τιμωρία: τέτοια που να ζη, αλλά στην ατιμία κι' όλο ένα παρακαλώντας το θάνατο; Βασιληά, το θέλεις

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού με κατήντησες, ω Αιγυπτία; Ιδέ πώς αποκρύπτω από σου το αίσχος μου, στρέφων τα βλέμματα εις τα οπίσω, εις τας πράξεις εκείνας τας οποίας περιβάλλει η ατιμία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Συγχώρησε, συγχώρησε, ω άρχον, τα δειλιάσαντα πλοία μου! Ουδέποτε εφανταζόμην ότι ήθελες ακολουθήση.

Για να μη γίνω, κ' εγώ σαν της γυναίκες πούχες γύρω σου. Το ψέμα γεννά το ψέμα κι η ατιμία τον ψυχικό θάνατο. Κ' εγώ ήθελα να σώσω την ψυχή μου και την έσωσα. Εγώ μέσα στο πένθος και στα δάκρυα που έζησα είκοσι χρόνια τώρα, εφύλαξα μια καρδιά μάνας ώμορφη κι' αμόλυντη κι' αγνή. Και σαν καθρέπτη καθαρό και άδολο, που βλέπει το παιδί μου μέσα, χωρίς να κοκκινίζη και χωρίς να πονή.

ΠΕΤ. Πάμε, αν θέλης, εις τον δικόν σου τον Ευκράτην.-Ιδού ήνοιξε και αυτή η θύρα• ώστε πάμε μέσα. ΜΙΚ. Όλα αυτά προ ολίγου ήσαν δικά μου. ΠΕΤ. Ακόμη ονειρεύεσαι τα πλούτη; Λοιπόν κύτταξε τον Ευκράτην τι παθαίνει από τον δούλον του, γέρων άνθρωπος. ΜΙΚ. Τι αίσχος και ατιμία τερατώδης! Και από το άλλο μέρος η γυναίκα του τον κερατόνει με τον μάγειρον.

ΑΓΓΕΛΟΣ Και τώρα έβδομος στην έβδομη την πύλη, ο ίδιος ο αδερφός σου, τι κατάρες λέει θα πω και τι κακά να βρούνε αυτή την πόλη° τα κάστρα μας αφού πατήση και της χώρας κηρυχθή βασιλιάς, της νίκης ν’ αλαλάξη παιάνα κ’ έπειτα να ’ρθή με σε στα χέρια κ’ ή να ποθάνη πλάι σου σκοτώνοντάς σε ή ζωντανό σου εκδικηθή την ατιμία της εξορίας του διώχνοντας όμοια και σένα.