United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκαμε λίγα βήματα στο δωμάτιο· νευρικά και γοργά βήματα σαν κάποιος από πίσω να του φώναζε: «ΤρέχαΈπειτα στάθηκε απότομα, γύρισε κατάμπροστα στο Θεομίσητο και με φοβέρα του είπε : — Τήραξε καλά· σύρε αμέσως να σηκοτραφίσης τον τόπο σου!... — Μα... ηθέλησε ν' αντιμιλήση εκείνος, κάνοντας το μισοκακόμοιρο.

Κακό σκυλί που να μην έχη κλήρα! είνε ίδιος στο κάμωμα όπως και στο ξεκάμωμα..... Μπροστά έκανε μύτη το χτήμα. Όταν το παραχώρησε στο Θεομίσητο, δε μπόρεσε να καταλάβη γιατί με τόση επιμονή ζητούσανε τη μύτη εκείνη οι προστάτες του. Μα το νόμισε ασήμαντο πράμα και την έδωκε. Αμέσως ο Πέτρος φύτεψε σε κείνη τη μύτη όλο κυπαρίσσια. Κυπαρίσσια ψηλά και πυκνά σαν κάστρο.

Με το όπωςόπως δε γίνεται τίποτα. «Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγερεύουν», λέει ένας λόγος. Τώρα που πείνασες τώρα θες να μαγερέψης ; — Τι θες να κάμω το λοιπόν; Ν' αφήσω το Θεομίσητο να μου πάρη την κληρονομιά! — Όχι να τον αφήσης· δεν είπα τέτοιο λόγο· μα πρέπει να δουλέψουμε και μεις· να φτιάσουμε πρώτα τον τοπάκη μας.

Αν τολμούσε τώρα να δείξη απονιά όχι στο Θεομίσητο μα και στο δούλο του ακόμα, θα του ρίχνονταν όλοι και θα τον τελείωναν. Με άλλους τρόπους έπρεπε να πολεμήση την αυθάδεια του φταίστη του. — Ήρθε· είπε ο δούλος από την πόρτα. — Ας έμπη! Ο δούλος σήκωσε το μεταξωτό παραπέτασμα και φάνηκε στην πόρτα ο Θεομίσητος. Προσκύνησε από τη θέση του ταπεινά σαν φτωχοκακόμοιρος.

Ατιμία δεν είνε η ταπεινή τέχνη· είνε να μην ξέρης να δουλέψης την τέχνη σου... Μα τι τα θες αυτά; επρόσθεσε με δυσάρεστο μορφασμό. Εσύ τώρα είσαι στο πόδι του πατέρα σου κι ό,τι θέλεις θα γένη. Εγώ άλλη κουβέντα ήρθα να σου κάμω κι αλλού πέσαμε. — Λέγε, μητέρα· σ' ακούω. Μα στην ψυχή του πατέρα μου σ' ορκίζω πρώτα. Μη μου ειπής για κείνον τον τιποτένιο το Θεομίσητο.

Ένας Ευμορφόπουλος ψοφάει της πείνας μα δε δουλεύει τους δούλους του· όχιδεν τους δουλεύει! Και σηκώνοντας το κεφάλι περήφανα, εβάδισε αργά και μεγαλόπρεπα και μπήκε στο γραφείο του, σκυλοβρίζοντας το Θεομίσητο και τη γενιά του.

Η Ελπίδα είχε στα δεξιά της τον Αλαμάνο και σταριστερά το Δημητράκη. Ο Αριστόδημος κάθισε ανάμεσα στο γιο του Χαγάνου και στο Θεομίσητο. Τις άλλες θέσες τις είχαν ο Ζάρακας, ο Γλάμης, ο Περαχώρας, ο Γκενεβέζος, κι' άλλοι. Έξω στην ταράτσα και κάτω στην αυλή οι κολλήγοι ετρωγόπιναν και τραγουδούσαν παινέματα για τη νύφη και για τον γαμπρό. Κάθε τόσο έφταναν απάνω σαν ομοβροντία οι φωνές τους.

Τώρα δεν του τόβγαζε κανείς πως το πούλημα του μετοχιού προήρθε από το Θεομίσητο. — Ο άτιμος! εψιθύριζε, βηματίζοντας πέραδώθε· ο άτιμος! όλες τις βαγαποντιές του κόσμου τις μεταχειρίζεται. — Ναι, όλες· είπε ο Δημητράκης, μαντεύοντας τα λόγια του. Τον καιρό που στάλεγα εγώ δε μ' άκουες. Καμάρωσε τώρα! Βλέπεις; επρόσθεσε δείχνοντας το χτήμα του Θεομίσητου· όλο και κοντοζυγώνει σε μας.

Μα να κακοπάθη το ελάχιστο από έναν τιποτένιο, δεν το χώνευε. Ο Δημητράκης όμως δεν έκαμε το ίδιο. Στάθηκε και σταύρωσε τα μάτια του με τα μάτια του εχτρού του σα να ήθελε να τον βαλαντώση. — Ναι· του είπε με σοβαρή και άτρεμη φωνή· φεύγουμε· μα θα ξαναρθούμε· θα ξαναρθούμε και τότε ... Κ' έδειξε το γρόθο του στο Θεομίσητο. — Χα! χα! χα!... αποκρίθηκε με περιφρονητικό χασκογέλασμα εκείνος.

Το ψυχομάχημα, ο θάνατος, το πένθος, οι ετοιμασίες όλα ήταν για τη σκέψη του ψηφίδες που τούδειχναν μια θαυμαστή και μεγαλόπρεπη εικόνα. Σκυφτός άκουε το μυρολόγι της Ελπίδας κ' ένοιωθε το πνεύμα του να γυρίζη μέσα στα χερόγραφα των παλιών Ευμορφόπουλων. — Εγώ σε βεβαιώνω, είπε άξαφνα με φαρμάκι στο Θεομίσητο, πως και τα παιδιά έχουν την ψυχή της μάννας τους.