United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΚυρΝικολάκης δεν το χώνευε αυτό. Χήρα γυναίκα και ν' ανοίγη την πόρτα της τα μεσάνυχτα! Δεν το θέλει ο Θεός! Ένα πρωί που έβγαινε από το σπίτι, την απάντησε στο κατώφλι. Του ήρθε να τη βάλη σε θεογνωσία: — Δεν κάνεις, καλά, κυρά γειτόνισσα. Ο κόσμος σου σέρνει πολλά. Χήρα γυναίκα με παιδιά, θα δώσης λόγο στο Θεό. Η χήρα άναψε απ' το θυμό της. — Και τι σ' έβαλα εγώ; του λέει.

Μα να κακοπάθη το ελάχιστο από έναν τιποτένιο, δεν το χώνευε. Ο Δημητράκης όμως δεν έκαμε το ίδιο. Στάθηκε και σταύρωσε τα μάτια του με τα μάτια του εχτρού του σα να ήθελε να τον βαλαντώση. — Ναι· του είπε με σοβαρή και άτρεμη φωνή· φεύγουμε· μα θα ξαναρθούμε· θα ξαναρθούμε και τότε ... Κ' έδειξε το γρόθο του στο Θεομίσητο. — Χα! χα! χα!... αποκρίθηκε με περιφρονητικό χασκογέλασμα εκείνος.

— Ε, αυτά 'χει ο κόσμος· του απαντούσε η κόρη, πραΰνοντας τον πόνο του· φορά σου και φορά μου. Σφαίρα είνε και γυρίζει. .. Ο Αριστόδημος όμως δεν έμενε διόλου ευχαριστημένος από τον αδερφό του· δεν τον ήθελε μεροκαματιστή και ξενοδούλη. Το να πηγαίνη μάλιστα να δουλεύη στου Θεομίσητου το χτήμα δεν το χώνευε. — Ακούς να καταντήση δούλος του δούλου του! έλεγε συχνά στην Ελπίδα.