United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολότρεμη αυτή, και σαν το πουλί μπρος στη γάτα αποσκιασμένη κι ασάλευτη, μήτε λόγο μήτε γογγητό δεν ξεστόμισε, παρά έπεσε λιγόθυμη στο κατώφλι της θύρας.

Ά! δεν μπορώ να σε υποφέρω πια, θα φωνάξω την αστυνομία να σε πετάξη από μπροστά μου. Πάψη. Δεν είναι ανάγκη να το κάμη αυτό η αστυνομία. Θα το κάμω μόνος μου, τώρα που σας γνώρισα καλά και κατά βάθος. Μια φορά είμουνα παιδάκι και δε σας είχα καταλάβει, αλιώς βέβαια δε θα με βλέπατε ποτέ να ξαναπατήσω το κατώφλι σας.

Η Νοέμι φοβήθηκε εκείνη τη φωνή και το αίσθημα αξιοπρέπειας την επανέφερε στην τάξη. Της φάνηκε ότι οι γείτονες βγήκαν για ν’ ακούσουν το χάλι της. «Έλα μέσα, Πρέντου. Θα σου τα πω όλαΚι εκείνος μπήκε στο σπίτι που το κατώφλι του είχε να το περάσει είκοσι χρόνια.

Άκουσέ με και θα ιδής πως δε θα μετανοιώσης· τον συμβούλεψε γυρίζοντας αλλού το πρόσωπο. — Να μετανοιώσω! Όχι, Ελπίδα· δε φοβούμαι να μετανοιώσω όταν το λες εσύ. Μα πρέπει πρώτα να ιδούμε αν το δέχεται κι ο Αριστόδημος. — Α, όσο γι' αυτό μη σε μέλλει· είνε δική μου δουλειά. Η κόρη τράβηξε ίσα στο γραφείο κι άνοιξε θαρρετά την πόρτα. Μα στάθηκε στο κατώφλι ξυλιασμένη.

Όλη αυτή η ανοιχτόκαρδη γειτονιά δική σας είναι τώρα. Κάθε πόρτα ορθάνοιχτη, κάθε κατώφλι πιασμένο. Από κοντά σας περνώ, και μυρίζετε σα βασιλικός, σαν αξεδίπλωτο μαντιλάκι, ότι βγήκε από μοσκομυρισμένο σεντούκι.

Φίλε, φώναξέ με, το ξέρεις πώς θάρθω! — Φίλη, ο Θεός να σε ανταμείψη! Όταν πέρασε το κατώφλι, οι σπιούνοι, ερρίχτηκαν απάνω του. Ο τρελλός έσκασε τα γέλοια, στριφογύρισε το ρόπαλό του και είπε: «Με διώχνετε, ωραίοι άρχοντες.

Τις δουλιές, την υπακουή, την πάστρα, τη λιγολογιά. Τις δικές της δεν τις σκέφτηκε καθόλου. Ούτε στο παραθύρι βγήκε, ούτε στους δρόμους. Μόνον την πρώτη Κυριακή ζήτησε να βγη για να συνάξη κάτι πράματά της, λέει. Η κυρία Μαχαλά κούνησε το κεφάλι. Πάει! δε θα την ξαναϊδή. Μα η Ασημίνα γύρισε το βράδυ και νωρίςνωρίς μάλιστα. Και από τότε δεν το πάτησε τα κατώφλι. Έλα Χριστέ και Παναγιά!

Τα ράκη του ο πολύγνωμος τότ' έρριξε Οδυσσέας, καιτο κατώφλι πήδησε με τόξο και φαρέτρα γεμάτην· και όλα σώρευσε τα πτερωτά της βέλη εμπρός, αυτού, 'ς τα πόδια του, και των μνηστήρων είπε· «Τούτος ο αγώνας φοβερός είν' ήδη τελειωμένος· 5 σημάδι τώρ', οπού κανείς δεν έχει ρίξει ακόμη, θέλω κτυπήσ', ίσως το ευρώ και αν με δοξάση ο Φοίβος».

Τ' απόγιομα εκείνο, μόλις προσπέρασα το κατώφλι της αυλόπορτας του Ζώη τ' Αζώηρου κ' ηύρα τους συνετισμένους μουστερίδες του, τους γερόντους κι αρβανιτάδες, συμμαζωγμένουςένα μπάγγο, απανωτούς, με καρφωμένα και μάτια και νουν απάνου σε μιαν εικόνα, που βαστούσε καταμεσής ο Ζώης 'ςτα χέρια του. Ούτε μ' ένοιωσαν όταν εμπήκα. Τους εσίμωσα κ' ετήραξα κ' εγώ την εικόνα.

Οι πεθαμένοι όμως γυρίζουν: νατοι, όταν ο ντον Τζατσιντίνο κάθεται στο σκαμνί και η Γκριζέντα στο κατώφλι, μου φαίνεται πως είμαι εγώ και ο συγχωρεμένος…Όταν άρχιζε εκείνες τις περιπλανήσεις στο παρελθόν δεν τελείωνε ποτέ και ο Έφις, που το ήξερε, την έδιωξε ενοχλημένος. «Πηγαίνετε στο καλό! Ψάξτε κι εσείς έναν καλό γαμπρό με βουκέντρα για την εγγονή σας