Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ακριβώς όπως όσοι δεν αγαπούν τον Πλάτωνα περισσότερον από την Αλήθεια δεν μπορούν να περάσουν το κατώφλι της Ακαδημίας, έτσι όσοι δεν αγαπούν την Ομορφιά περισσότερον από την Αλήθεια δεν ξέρουν ποτέ το εσωτερικώτερο ιερό της Τέχνης.

Θανάση, αν δε σου ζήλεψα τα νειώτα, την ανδριά σου, Τ' άρματα τ' αξετίμωτα, το μάτι, το τραγούδι, Ζηλεύω αυτήν τη ξαστεριά πώχει το μέτωπό σου! Έστησε ’ς το κατώφλι μας το νεκροκρέββατό του Ο Χάρος και μας καρτερεί. Ξήπλεγαις, τρομασμέναις Μανάδαις αναρίθμηταις με κουφωμένα στήθια Φεύγουν ’ς τα πλάγια να κρυφτούν με τα βυζασταρούδια.

Που να μην έσωνε να το πάρουν! είπε πεισμωμένη η γριά. Ψήλωσε, βλέπεις, η μύτη τους. — Έλα ντε! και να ξέρη κανείς πως δεν είναι κορακοζώητος. — Μη ζαλίζεσαι, πατέρα, μη ζαλίζεσαι· ακούστηκε από μέσα δροσερή φωνή. Οι γέροι αναγάλλιασαν και σήκωσαν τα μάτια τους στην πόρτα, όπως το λιοτρόπι στο ήλιο. Η Ελπίδα κρατώντας ένα κέντημα στο χέρι, έστεκε στο κατώφλι και τους κύτταζε με χαμόγελο.

Είπε η γλαυκόφθαλμη θεά, και απ' την τερπνή Σχερία τ' άπατα σχίζει πέλαγα κατά τον Μαραθώνα, και ως φθάν' εις την πλατύδρομη την πόλι της Αθήνας 80του Ερεχθέα τον ναόν εμβαίνει. και ο Οδυσσέας του Αλκίνου εμπρόςτα υπέρλαμπρα δώματα μεριμνούσε κ' εστέκονταν, το χάλκινο κατώφλι πριν πατήση. ότι ως του ηλίου φαίνονταν ή της σελήνης λάμψιτο μέγα δώμα του υψηλούτο φρόνημ' Αλκινόου• 85 ότ' ήσαν τοίχοι ολόχαλκοι πέρ' από το κατώφλι ως μέσα, και τους έζωνε χαλυβικό στεφάνι• το κτίριο το καλόκτιστο χρυσαίς εκλειούσαν θύραις• οι παραστάταις άργυροιτο χάλκινο κατώφλι• τ' ανώφλ' ήταν ολάργυρο, χρυσός ο κρίκος ήταν• 90 χρυσοί 'σαν σκύλοι και αργυροίτο 'να και τ' άλλο πλάγι• τους έπλασεν ο Ήφαιστος με την σοφή του γνώσι, 'ς το λαμπρό δώμα του υψηλούτο φρόνημ' Αλκινόου φύλακες να ήναι αθάνατοι και αγέραοιτον αιώνα.

Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος, και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη• 575 «Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης; ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε μέσατο δώμα• είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης».

Πώς είν’ και τόλμησες μπροστά μου να ’λθης και να πατήσης του σπιτιού μου το κατώφλι, συ φανερά το βασιλιά που έχεις σκοτώσει, και που ληστής του θρόνου μου να γείνης θέλεις.

«Ποιος είσαι, συ, που με φωνάζεις μέσ' τη νύχτα, τέτοια ώρα; — Μεγαλειότατε, είμαι ο Τριστάνος, σας φέρνω μια επιστολή. Την αφήνω κει, στη γρίλλια του παραθύρου. Στείλτε κρεμάστε την απάντησί σας στο κλαδί του Κόκκινου Σταυρού. — Γι' αγάπη του Θεού, ωραίε ανηψιέ, περίμενέ με. Έτρεξε στο κατώφλι και τρεις φορές εφώναξε μέσα στη νύχτα. «Τριστάνε, Τριστάνε, Τριστάνε, υγιέ μου!

Μαννούλα, έλα πίσω! δε μ' ακούς! έλα πίσω, μαννούλα!.. ξαναφώναξε δυνατώτερα. Και σύγκαιρα έτρεξε στην πόρτα, την άνοιξε να κατεβή για να την καλοδεχτή. Στο κατώφλι όμως στάθηκε αποσβολωμένος. Η κορμοστασιά της μάννας του είχε γίνη θεόρατη· στη γη τα πόδια της και το κεφάλι στον ουρανό. Κι ανάμεσα στα χυτά μαλλιά της σιγοτρέμανε τ' αστέρια.

Η Ιζόλδη καβάλλησε στο άλογο που οδηγούσε ο Τριστάνος από το χαλινάρι, κι' όλη την νύχτα περνώντας τ' αγαπημένα δάση για τελευταία φορά, εβάδισαν δίχως μιλιά. Το πρωί, ξεκουράστηκαν λίγο, έπειτα εβάδισαν ακόμη, όσο που έφτασαν στο ερημητήριο. Στο κατώφλι της εκκλησίτσας του, ο Ογκρίν εδιάβαζε σ' ένα βιβλίο. Τους είδε, κι' από μακρυά τους φώναξε τρυφερά: «Φίλοι! Σε τι δυστυχίες σας σέρνει η αγάπη!

Ο ΚυρΝικολάκης δεν το χώνευε αυτό. Χήρα γυναίκα και ν' ανοίγη την πόρτα της τα μεσάνυχτα! Δεν το θέλει ο Θεός! Ένα πρωί που έβγαινε από το σπίτι, την απάντησε στο κατώφλι. Του ήρθε να τη βάλη σε θεογνωσία: — Δεν κάνεις, καλά, κυρά γειτόνισσα. Ο κόσμος σου σέρνει πολλά. Χήρα γυναίκα με παιδιά, θα δώσης λόγο στο Θεό. Η χήρα άναψε απ' το θυμό της. — Και τι σ' έβαλα εγώ; του λέει.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν