Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Το ξέρω!-ξαναφώναξε πιο δυνατά η Λιόλια με τρόμο κι άρχισε να ταράζη σύσσωμη. . . μου τόπε η νεκρή ! μου τόπε. . μου τόπε!-το κεράκι του!. . το ρούφηξε. . . . . Και το παιδί μ' ένα μικρό σπασμό ξεψύχισε-κ' η Λιόλια λιγοθύμησε. . . Όταν ήρθε ο Νίκος, πιο ύστερα, έπεσε η Λιόλια απάνω του κλαίγοντας κ' έμεινε πολλήν ώρα με το κεφάλι κρυμμένο στο στήθος του. . με τα δυο της τα χέρια του ψηλαφούσε το κεφάλι του, τους ώμους του-λες κ’ ήθελε να βεβαιώση πως ήτονε ζωντανός αυτός τουλάχιστο, αυτός ο μόνος θησαυρός της!. . . Κι ο Νίκος με βουρκωμένα μάτια της χάδευε τα μαλλιά. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μέσα σ' ένα δισκάκι, στρωμένο με μια πετσέτα άσπρη χιόνι μαζί με δυο πορτοκάλια που τους είχαν μπηγμένα μοσχοκάρφια, μ’ ένα στεφανάκι από λουλουδάκια κέρινα ολόγυρα στο κερένιο κεφαλάκι με τα κόκκινα μεταξωτά μαλλάκια, την πήγαν την άλλη μέρα την Κερένια Κούκλα να την παραχώσουν.

Αντί να γυρίσουν άνθρωποι, γυρίζουν κούκλες· αντί νάρθουν χριστιανοί, έρχονται αλούτεροι... Πού είνε τώρα ο μακαρίτης ο Τσαϊπάς να καμαρώση το γιο του; Έφαε τη ζωή του απάνω στο τσαγκαρόσουβλο για να τον κάμη άνθρωπο και να, — τον έκαμε και τον ξέκαμε! — Κύριε λέησον, μωρέ παιδιά!... ξαναφώναξε.

Ξαναφώναξε τότες ο λαός τις συνηθισμένες του ευκές, και κατέβηκε τέλος ο Βασιλέας από το κάθισμα, πήγε στην εκκλησιά με παράταξη, και σαν ψάλθηκε η δοξολογία κι αγιάστηκε η κορώνα, κοινώνησε, και γύρισε στο παλάτι. Εκεί τελέστηκε κ' η «προαγωγή» του νέου Επάρχου, έπειτα δόθηκε μεγάλο τραπέζι σ' όλους τους συγκλητικούς και τους μεγιστάνες. Ερχόμαστε τώρα στην ιστορία του Αναστασίου.

Ξαναφώναξε: — Εγώ; Εγώ; Πώς μπορώ να είμαι εγώ; — Ο ήχος εφαίνετο πώς ήρχετο από έξω, παρετήρησεν ένας από τους αυλικούς. Φαντάζομαι πως θα ήτο ο παπαγάλος εις το παράθυρον, και εκτυπούσε το ράμφος του εις τα σιδηρά σύρματα του κλωβού του.

Μαννούλα, έλα πίσω! δε μ' ακούς! έλα πίσω, μαννούλα!.. ξαναφώναξε δυνατώτερα. Και σύγκαιρα έτρεξε στην πόρτα, την άνοιξε να κατεβή για να την καλοδεχτή. Στο κατώφλι όμως στάθηκε αποσβολωμένος. Η κορμοστασιά της μάννας του είχε γίνη θεόρατη· στη γη τα πόδια της και το κεφάλι στον ουρανό. Κι ανάμεσα στα χυτά μαλλιά της σιγοτρέμανε τ' αστέρια.

Γελούν λοιπόν και τ' άψυχα μαζί του; Έσκυψε με θυμό, άδραξε το κλειδί, τόβαλε στην κλειδαρότρυπα, άνοιξε. — Μητέρα! φώναξε με ολότρεμη φωνή. Έτρεξε στην κρεββατοκάμαρα, στη σάλα, στο δωμάτιό του, στο μαγεριό. Κατέβηκε τρεχάτος στο κατώι, έψαξε στην αυλή, στο κοτέτσι. — Μάννα! ξαναφώναξε δυνατώτερα. Πουθενά απόκριση. Τον έπιασε αποκαρωμάρα.

Την αγκάλιασε, την έσφιξε στο στήθος του και εσκέπασε τα τρέμοντα, τα ψιθυρίζοντα χείλη της με μανιώδη φιλήματα. — Βέρθερε, εφώναξε με πνιγμένη φωνή μακραίνοντας εκείνη. Βέρθερε! και με το χέρι της το αδύνατο τραβιώταν από το στήθος του. — Βέρθερε, ξαναφώναξε με τον επιβλητικό τόνο του ποιο ευγενικού αισθήματος.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν