United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν επρόσφερεν εις το μικρόν ζώον το στόμα της, αυτό εκόλλησε με τόσην χάριν εις τα γλυκά της χείλη, ωσάν να αισθάνετο την ευδαιμονίαν που απήλαυε. — Θα σας φιλήση και σας, είπε, και διεύθυνε το πτηνόν προς εμέ. Το ράμφος εφέρθη από το στόμα της εις το ιδικόν μου, και το τσίμπημά του ήτον ως πνοή, προαίσθησις ερασμίας αποφάνσεως.

Ακροαταί των λόγων Του ανά εκατοντάδας συνέρρεον περί Αυτόν, εξίσταντο επί τη διδαχή Του, και εκρέμαντο από των χειλέων Του· «εκρέμαντο απ' αυτών καθώς η μέλισσα από του άνθους, το βρέφος από του μαζού, ο νεοσσός από το ράμφος της κλώσσης.

Πίσω τους ένα μαύρο σύγνεφο σα δικέφαλος αητός με τις φτερούγες ολάνοιχτες έσκυβε απάνω τους σαν όρνιο στο ψοφήμι. Πότ' έδειχνε πως τα ξέσχιζε με το ράμφος του και πότε πως ήθελε να τα σηκώση στις φτερούγες του και να τα πάρη μαζί του. Μα και το σύγνεφο δεν έκανε άλλο παρά να δείχνη την ομορφιά και τη χάρη τους. Τα μάρμαρα έπαιρναν ένα χρώμα κιτρινόλευκο σα να ήταν από ελεφαντοκόκκαλο.

Υπομονή λοιπόν, αφού άλλως δεν γίνεται. «Δεν γίνεται, παιδί μου, ψωμί με πίτυρα», μ' έλεγε ποτε ο μακαρίτης Ράμφος, ο ευφυής εκείνος του Χαλέτ-Εφένδη συγγραφεύς, ο τοσούτον έχων το μυθιστοριογραφικόν τάλαντον.

Ξαναφώναξε: — Εγώ; Εγώ; Πώς μπορώ να είμαι εγώ; — Ο ήχος εφαίνετο πώς ήρχετο από έξω, παρετήρησεν ένας από τους αυλικούς. Φαντάζομαι πως θα ήτο ο παπαγάλος εις το παράθυρον, και εκτυπούσε το ράμφος του εις τα σιδηρά σύρματα του κλωβού του.

Σου την έδωκα εγώ. Πλησίασε τώρα κρυφίως και άρπασέ την μόνος όπισθέν μου. Εγώ δεν θα σε ιδώ. Πλησιάζω κρυφίως, προτείνω το ράμφος, και τρώγω κλέπτων. Ήτον η ιδία τροφή, και όμως ήτο τόσον γλυκεία, και τόσον χωνευτική! Τότε ηννόησα την φυσιολογίαν του ανθρωπίνου του στομάχου. Εχώνευεν ανενοχλήτως δηλητήριον, και ότε του είπον: — «Τρώγεις δηλητήριον», τότε ησθάνθη τας αλγηδόνας.

Και απάνω στα τουμπανιασμένα πτώματα, στα πρόσωπα τα χασκογέλαστα και αναμπαιχτικά, τα όρνια καλοκαθισμένα εβύθιζαν το ράμφος στη νεκρή σάρκα, έτρωγαν κ' εμασούσαν λαίμαργα και μόλις στον κρότο του επέταξαν κράζοντας, σαν να διαμαρτύρονταν που τα ενόχλησε στο πλούσιο φαγοπότι. Αρχίζει τόρα φριχτότερο του καπετάνιου το βάσανο.

Είδεν, ότι ήτο γεμάτη καρπόν· εγνώριζεν ότι ο καρπός της καστανιάς είναι απ' έξω σαν μία αγκιδωτή σφαίρα και μέσα έχει δύο ή τρία κάστανα η κάθε μία. — Τι καλά, εσυλλογίσθη, η Βασιλική αγαπά τα κάστανα, θα ανεβώ να της κόψω ολίγα. Δεν επρόφθασεν όμως, πέντε πουλάκια με κελαδήματα χαράς επετάχθησαν μέσα από το δένδρον και με το ράμφος των άνοιγαν τον καρπόν και τα κάστανα έπεφταν κάτω.

Έκλινα την κεφαλήν ταπεινώς και είπον κατ' εμαυτόν: — Ιδού η πενία του πλούτου. Ο τελευταίος όμως των οικετών του, ώκτειρεν εμέ, έθεσε δε νόμισμα εις το ράμφος μου, και είπεν: — Εγώ έχω μικράν κοιλίαν· λάβε μικρόν νόμισμα διά σήμερον και αύριον — ο Θεός. Εμειδίασα αδιοράτως, και είπον πάλιν κατ' εμαυτόν: — Ιδού ο πλούτος της πενίας.

Το κοντόν δυνατόν ράμφος ήτο ανοιγμένον προς δάγκαμα ο λαιμός ήτο κόκκινος και ήτο σκεπασμένος με μπιμπίκια. — Ο αετιδεύς! εφώναξεν ο μυλωθρός. Η Μπαμπέττα εξεφώνησε και επήδησε προς τα οπίσω, αλλά δεν ημπορούσε να αποστρέψη τα μάτια της ούτε από τον Ρούντυ ούτε από τον αετόν. — Δεν τρομάζεις! . . είπεν ο μυλωθρός.