Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Και ιδού η δυστυχεστέρα του βίου στιγμή: Να μακαρίζης το παρελθόν, και να τρέμης δια το μέλλον. Επείνασα τότε και εστάθην εις το άκρον της οδού· και διήλθεν άρχων, ακολουθούμενος από πληθύν οικετών. — Φαίνεσαι ότι πεινάς, μου λέγει ο άρχων. Συ έχεις μικράν κοιλίαν, αλλ' εγώ δεν έχω μικρά νομίσματα δι' αυτήν· έχω μεγάλα. Τρώγεις άλλοτε.

Και ως μ' είδεν ότι εκάθομουν η Κίρκη, και τα χέρια 375 εις το φαγί δεν άπλονα, και μαύρην λύπην είχα, μ' εσίμωσε και ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «πώς κάθεσαι ωσάν άφωνος και τρώγεις την καρδιά σου, και ουδέ φαγί, και ουδέ πιοτόν, εγγίζεις, Οδυσσέα; δόλους πάλ' υποπτεύεσαι, και όμως, αφού τον όρκο 380 τον τρομερόν σού επρόφερα, δεν έχεις να φοβήσαι». Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• «ω Κίρκη, και ποιος είν' αυτός, 'π' ανθρωπινά 'χει σπλάχνα, και θα τον άφινε η καρδιά φαγί να δοκιμάση, πριν λύση τους συντρόφους του και τους θωρήση εμπρός του; 385 αλλ' αν ολόψυχα ποθείς να φάγω και να πίω, λύσε, να ιδούν τα μάτια μου τους ποθητούς συντρόφους».

Ύστερ' από την κουβέντα, βλέπεις την μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι. — Αμ' δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θειε; — Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω. — Δεν πειράζει, θειε. το καθαρίζω και το τρώγεις. — Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος. — Έλα να χαρής, κάμε μου την χάρι. Γιατί, διες, έχω παιδί στην ξενητιά, κ' έχω καρδιά καμένη.

ΑΙΑΚ. Θέλεις να σου δείξω και τους σοφούς; ΜΕΝ. Βέβαια. ΑΙΑΚ. Αυτός εδώ ο πρώτος είνε ο Πυθαγόρας. ΜΕΝ. Χαίρε, Εύφορβε ή Απόλλων ή όπως άλλως θέλεις. ΠΥΘ. Χαίρε και συ, ω Μένιππε. ΜΕΝ. Δεν είνε πλέον χρυσούς ο μηρός σου; ΠΥΘ. Όχι• αλλά φέρε να 'δούμε αν έχης τίποτε φαγώσιμον στη σακκούλα. ΜΕΝ. Έχω κουκιά, φίλε μου• αλλά συ δεν τα τρώγεις τα κουκιά. ΠΥΘ. Δος μου και μη σε μέλει.

Τότε βλέπω Άνθρωπον, καθήμενον εις το μέσον της Οδού, και καταβροχθίζοντα απλήστως ατελείωτον τροφήν. — Τρώγεις, τρώγεις, λέγω προς αυτόν· δεν βλέπω όμως και να χορταίνης, αλλ' ούτε και να αισθάνεσαι εις τον στόμαχον βάρος. Απαντά, χωρίς να διακόψη το έργον του: — Είνε γλυκυτάτη η τροφή μου και δεν την εχόρτασε κανείς.

Σου την έδωκα εγώ. Πλησίασε τώρα κρυφίως και άρπασέ την μόνος όπισθέν μου. Εγώ δεν θα σε ιδώ. Πλησιάζω κρυφίως, προτείνω το ράμφος, και τρώγω κλέπτων. Ήτον η ιδία τροφή, και όμως ήτο τόσον γλυκεία, και τόσον χωνευτική! Τότε ηννόησα την φυσιολογίαν του ανθρωπίνου του στομάχου. Εχώνευεν ανενοχλήτως δηλητήριον, και ότε του είπον: — «Τρώγεις δηλητήριον», τότε ησθάνθη τας αλγηδόνας.

Η γραία προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε την έκφρασιν της δυσπιστίας του. — Τι μ' επείραζε λοιπόν, να σε πάρω μαζή μου! Ούτε ναύλον επλήρωσα. Δεν ήθελε να πληρωθή ο καραβοκύρης. Το ψωμί που τρώγεις μαζή μου θα λογαριάσης; Μου κάμνεις άδικον να τα λέγης αυτά και να τα συλλογίζεσαι, Γιάννη. Το κάτω κάτω, έχω χρέος εγώ να μη σε παραιτήσω. Έχω χρέος!

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν