United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι ν' άχω, κόρη μου! Ίσως το εννόησεν η ωραία κόρη, ίσως δεν το εννόησεν· όμως δεν ωμίλησε.

Εις ταύτα τέλος προσέθηκεν όλους τους κοινούς τόπους, εις τους οποίους καταφεύγει τις εις τοιαύτην υπερτάτην στιγμήν, και τους ωμίλησε περί των γυναικών, των τέκνων και των πατρώων θεών.

Σ' αυτόντην Πύλον πέρασαν δυω γενεές ανθρώπων, Όσοι προεγεννήθηκαν, κ' εθράφηκαν μαζί του, Και πλέον εβασίλευε ανάμεσατους τρίτους. Αυτός εις τούτους φρόνιμα ωμίλησε, και είπε· Πα! πα! τι θρήνος έφθασε την Αχαΐαν μέγας!

Ούτω διά μακρών διηγήσεων η θεια-Αννούσα, σκολιώς απέφευγε να είπη σαφώς, αν πράγματι ο Λαλεμήτρος της ωμίλησε. Διά τούτο η γρηά Κυρατσού, κτυπώσα την δεξιάν επί της αριστεράς παλάμης, ως εάν εμετρούσε χρήματα, επανελάμβανεν υπόπτως: — Πώς δεν σώδωκε ένα γράμμα, θα πω! Έμεινε λοιπόν το πράγμα αμφίβολον.

Ήτο τόσον εύθυμος ο Σαϊτονικολής, ώστε παραπάνω, αφού διέβησαν την αψίδα του μυλαυλάκου, εσταμάτησε και ωμίλησε προς τον Καρτσή Νικολήν, ένα περίεργον τρελλόν, όστις καθ' όλην την ημέραν κατεγίνετο να κομίζη με παλιοκάνατο από τον ποταμόν νερόν, το οποίον έχυνεν επί των γυμνών του ποδών, μονολογών αδιαλείπτως. — Καλή 'σπέρα, Νικολάκη, του είπε. Δε μας λες πώς λένε τούρκικα τον πλάτανο;

Αφού ο Σόλων ωμίλησε προς τον βασιλέα περί του Τέλλου και τω απηρίθμησε τους λόγους διά τους οποίους τον εθεώρει ευδαίμονα, ο Κροίσος τον ηρώτησε πάλιν ποίον είδεν ευδαιμονέστατον μετ' εκείνον, υποθέτων αδιστάκτως ότι θα ελάμβανε τουλάχιστον τα δευτερεία.

Και εν πρώτοις, επειδή ο αντίπαλος ωμίλησε περί γυναικών, στολισμού και χρυσού, θα επιτρέψετε και εις εμέ να μεταχειρισθώ το αυτό παράδειγμα.

Οπόταν ο Ταμίμ ωμίλησε με αυτόν τον τρόπον, η βασίλισσα του είπε· τόσον φθάνει· εγώ θέλω εξετάσει καλλίτερα από εσένα, αν η γυναίκα σου δικαίως επεδεύθη και αύριον θέλω σου το ειπή, και θέλω ιδεί αν ο αδελφός σου ημπορεί να ξαναλάβη το φως του. Μετά τούτο, άρχισεν ένας από την συντροφίαν του Ταμίμ να λέγη.

Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη 405 γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. και άματο πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη, τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι• και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε•

Ο γέρων ευθύς που εμβήκεν ωμίλησε κρυφά ενός σκλάβου του, ο οποίος ύστερον από ολίγον εγύρισε με ένα πραγματευτήν που είχεν εις ένα μποχτζά διάφορα φορέματα ανδρίκια και γυναίκια.