United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μάρτης του ωμίλησε με τόσην γλυκύτητα φωνής, με τόσον ήπιον τρόπον, ως άνθρωπος ο οποίος έχει ρίψει μακράν απ' αυτού τα μίση και τα πάθη και σκέπτεται μόνον διά την σωτηρίαν της ψυχής του. Πας άλλος εκτός του Φλεβάρη, γνωρίζων τον πανούργον αυτού χαρακτήρα, θα εμάντευεν ότι υπό την επίπλαστον εκείνην αγαθότητα εκρύπτετο κάτι τι σοβαρόν δι' αυτόν.

Αλλά το ένστικτον ωμίλησε και υπό τον μανδύαν του Ποντίφηκος, η Ιωάννα απεκάλυψε την «θηλύτητά» της εις ένα θαλαμηπόλον της, ανεπτύχθη έρως, και ο έρως έλαβε συνεπείας φυσιολογικάς.

Τέλος πάντων και τετάρτην φοράν ηθέλησε να φάγη ακόμη, και ημείς του εδώσαμεν καθώς και τες άλλες τρεις φορές· και έπειτα εστάθη δύο ώρες χωρίς να φάγη άλλο. Βαστώντας ετούτο το ολίγον διάστημα μας ωμίλησε με πολύ θάρρος· μας εξέταζε τον έναν ύστερα από τον άλλον διά τους τόπους μας, διά τες συνήθειες και τα συμβάντα μας.

Ωμίλησε δε επί πολύ, αλλ' εγώ ολίγα ήκουσα μη δυνηθείς να πλησιάσω ένεκα του πλήθους των παρισταμένων. Έπειτα φοβηθείς να μη συντριβώ εις τόσον συνωστισμόν, όπως είδα πολλούς άλλους να το πάθουν, απεμακρύνθην, αφήσας τον μελλοθάνατον σοφιστήν ν' απαγγέλλη τον επιτάφιόν του.

Δεν ωμίλησε, αλλά το βλέμμα της έλεγεν: Ω, άφες με! θέλω να ίδω ακόμη την θάλασσαν και τον ουρανόν και τον δίσκον του δύοντος ηλίου! — Αλλ' ο γέρων έθεσε περιπαθώς την χείρα επί της χειρός της και ελάλησε προς αυτήν, και ήτο ικετευτικός της φωνής του ο τόνος. Η νέα ανέκυψε και επροσπάθησε να εγερθή, αλλά δεν ηδύνατο να κινηθή μόνη.

Ακολούθως ο Γεροστάθης μας ωμίλησε και περί του θανάτου του Σωκράτους, τον οποίον τοσούτω μάλλον πατριωτικόν εθεώρει, καθ' όσον ο ενάρετος ούτος ανήρ δεν απέθανεν εις τον ενθουσιώδη βρασμόν μάχης τινός, αλλ' ησύχως και εσκεμμένως εντός της φυλακής επροτίμησε να πίη το κώνειον, παρά να βλάψη την φιλτάτην πατρίδα του, δίδων παράδειγμα ασεβείας προς τους νόμους αυτής διά της δραπετεύσεώς του.

Ο δήμαρχος ιδών ότι ο επίτροπος ήτο αμετάπειστος, και φρονών ότι θα εξετίθετο η υπόληψίς του απέναντι των ξένων, ωμίλησε μετά τινος αυστηρότητος προς τον επίτροπον, όστις όμως εξηκολούθει να επιμένη. Τότε ο δήμαρχος αλλάξας γλώσσανείχε δύο· μίαν αλειμμένην μέλι, και άλλην αλειμμένην φαρμάκιλέγει προς τον επίτροπον μετά πικρίας: — Για να σου πω: Πήγαινε, κύτταξε τα κεριά σου!

Αφού δε έφθασαν εις τους Βραγχίδας, ο Αριστόδικος ωμίλησε δι' όλους και ηρώτησεν ως εξής, «Ω βασιλεύ, ο Λυδός Πακτύης ήλθεν εις ημάς ως ικέτης, φεύγων θάνατον βίαιον τον οποίον θα τω επέβαλλον οι Πέρσαι· ούτοι δε τον ζητούσι και διατάττουσι τους Κυμαίους να τον παραδώσωσιν.

Είπε, και αυτή πλειότερον πόθον του θρήνου αισθάνθη, άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας. 250 και, αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πάλιαυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του και είπε· «Ω ξέν', είχες την λύπη μου και πριν, αλλ' από τώρα αγαπητός και σεβαστόςτο σπίτι μου συ θα 'σαι· τα ενδύματ', ως τ' ανάφερες, μ' αυτά τα χέρια πήρα 255 κ' εδίπλωσ' απ' τον θάλαμο, και την λαμπρήν περόνην εκάρφωσα, καλλώπισμα να έχη αυτός, 'που οπίσω δεν θα 'λθη, αχ! να τον δεχθώ, 'ς την ποθητήν πατρίδα· μοίρατο πλοίον έφερε κακή τον Οδυσσέα, την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην». 260

Ο σκοπός ημών είναι να επωφεληθώμεν των βαρυσημάντων ηθικών εκείνων μαθημάτων, τα οποία μόνον μας αφορώσι και άτινα μόνον είναι επιδεκτικά αδιαμφισβητήτου ερμηνείας. «Ει υιός ει του Θεού, ειπέ τω λίθω τούτω ίνα γένηται άρτος». Ούτως ωμίλησε κατά πρώτον ο πειρασμός.