United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επί τέλους εγώ μεν απέθανα βασιλεύς, αυτός δε εξόριστος πλησίον του Βιθυνού Προυσία, όπως ήξιζεν εις ένα τόσω πανούργον και σκληρόν άνθρωπον. Πώς δε ενίκησε τους Ιταλούς είνε γνωστόν? δεν τους ενίκησε με την δύναμιν, αλλά με πονηρίαν και απιστίαν και δόλους, με τίποτε δε νόμιμον και φανερόν.

ΙΟΚΑΣΤΗ Το ξέρει ατός του ή τ’ άκουσεν απ’ άλλου στόμα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μου ’στειλε τον παμπόνηρον, πανούργον μάντι, για να κρατή το στόμα του από τέτοια λόγια ο ίδιος ο Κρέων καθαρό.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω πλούτε και βασιλεία στην γην, που απ’ όλες τις τέχνες τις ανθρώπινες εξέχεις° κάμνεις όλοι του βασιλέως τη ζωή να τη ζηλεύουν, αφού για τον βασιλικόν τον θρόνον, όπου η πόλις μού τον έδωκε, άξιό μου δώρο, χωρίς εγώ να το ζητώ, τούτος ο Κρέων, ο πρώτα φίλος μου πιστός, μ’ επιβουλεύει, το σκήπτρον αυτό θέλοντας για τον εαυτό του, και μου ’στειλε τον μάγο αυτόν και τον πανούργον, τον δόλιον, τον αγύρτη αυτόν που μόνο κέρδη αγαπά, κ’ είναι τυφλός εις την μαντείαν.

Αλλά στραφείς προς τον Τιγγελίνον και καταμετρών αυτόν με βλέμμα προδίδον πάσαν περιφρόνησιν προς τον πανούργον: — Τιγγελίνε, είπε, σε εχαρακτήρισα ως κωμωδόν, διότι τοιούτος είσαι, και μάλιστα την στιγμήν αυτήν. — Διότι δεν θέλω να ακούω τας ύβρεις σου;

— Ό,τι διατάξης, καπετάνιε, απήντησαν οι δύο ξένοι, με ύφος υποταχθέντων παραχρήμα. Ο μαύρος μύσταξ του καπετάν-Γεώργη και το διαπεραστικόν και πανούργον βλέμμα του είχον επιβληθή εκ πρώτης όψεως εις τους δύο νέους συνοδοιπόρους. Ούτω φαίνεται ότι κατήρτιζε πάντοτε το καπετανάτον του ο καπετάν- Γεώργης. Από τα μάτια διέκρινε τους εταίρους του, οίτινες πάλιν από τα μάτια διέκρινον τον αρχηγόν των.

Τη είπε προσέτι ότι ο Χίλων είχεν ανακαλύψει την κατοικίαν της και τον είχε συμβουλεύσει να την αρπάση, αλλ' ούτος ετιμώρησε τον πανούργον, προτιμήσας να ζητήση από τους αποστόλους τον λόγον της αληθείας και αυτήν ως σύζυγον . . . Ευλογημένη να είναι η στιγμή οπότε του ήλθεν η έμπνευσις αύτη, αφού ευρίσκεται τώρα πλησίον της και αυτή δεν θα τον αποφύγη πλέον. — Δεν απέφευγα σε, είπεν η Λίγεια.

Ο Μάρτης του ωμίλησε με τόσην γλυκύτητα φωνής, με τόσον ήπιον τρόπον, ως άνθρωπος ο οποίος έχει ρίψει μακράν απ' αυτού τα μίση και τα πάθη και σκέπτεται μόνον διά την σωτηρίαν της ψυχής του. Πας άλλος εκτός του Φλεβάρη, γνωρίζων τον πανούργον αυτού χαρακτήρα, θα εμάντευεν ότι υπό την επίπλαστον εκείνην αγαθότητα εκρύπτετο κάτι τι σοβαρόν δι' αυτόν.