United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσύ ενθυμείσαι ω Ταλμούχ, την υστερινήν βραδειάν, οπόταν ήθελες να μισεύσης από τον κήπον, το τάξιμον που σου έκαμεν η Τζελίκα, διά το οποίον την ερχομένην ημέραν με κράζει και μου λέγει· αγαπημένη μου Καλεκάρη, εγώ από την αγάπην που έλαβα εις τον Ταλμούχ θέλω να τον κάμω ευτυχή, και θέλω να ζήσω με αυτόν, μακάρι να ήξευρα να κινδινεύση η ζωή μου χίλιες φορές· τι στράταν το λοιπόν με ερμηνεύεις να πιάσω διά να λάβω την επιθυμίαν μου; Εγώ εις αυτά τα λόγιά της, δεν έλειψα που να την αντικόψω από αυτήν την απόφασιν, λέγοντάς της χίλιες ερμηνείες, διά να της εβγάλω τες φαντασίες του έρωτος που την είχαν περιπλεγμένην, μα τίποτε δεν ωφέλησαν τα όσα της είπα, και αφού εγνώρισα την σταθερότητά της, και το αμετάβλητον της γνώμης της, της είπα.

Γιατ' οι μαννάδες των αρνιών στα πράσινα λιβάδια κουρεύονται για χάρη της και δίνουν το μαλλί τους πάντα το χρόνο δυο φορές· τ' είνε καλή δουλεύτρα κι όλα αγαπάει όσ' αγαπούν οι γνωστικές γυναίκες.

Μα γιατί πάλε να σας τα μωρολογώ; Και στην κοινωνία, θα τακούσετε κάθε ώρα, και να το καλοξετάσετε το πράμα, θα δήτε πως Ρωμιός δεν υπάρχει που να μην ξέρη, που να μη συνηθίζη τη λέξη. Θα σου πη μάλιστα πολλές φορές· «Είμαι ΡωμιόςΚαι δεν πιστέβω με κακή σημασία να το λέη, που δεν του μοιάζει κιόλας νάχη τόσο άσκημη ιδέα για λόγου του.

Έκανε φτου! φτου!... τρεις φορές· άλλες τρεις την έδερνε με τις πέτρες. Έπειτα πάλιν έπαιρνε τον ανήφορο, εδιάβαινε στην αγορά, έφτανε σπίτι του. Η γυναίκα του η όμορφη Χρυσούλα, ο γυναικάδερφός του ο Βάραγγας και ο γεροπεθερός του απόμαχος θαλασολύκος, έβλεπαν την κατάστασί του και ήσαν απαρηγόρητοι. Δεν ήξευραν τι να κάμουν πώς να τον σώσουν.

Ο Παλαμάς έγραψε την ακέρια δημοτική πολλές φορές· ο Καρκαβίτσας προσπαθεί να τη γράψη, και να συγκρίνης τους δασκαλισμούς του με τους δασκαλισμούς του Βώκου, του Κουρτίδη, του Διόνυσου κι όσων είπαμε, θα φωνάζης πως ο Καρκαβίτσας μιλεί σα σωστός βαρκάρης. Ο Καρκαβίτσας ωςτόσο ακόμα θαρρώ δεν καλομπήκε στο νόημα, γιατί του έρχεται σα δύσκολο να γράφη αλάθεφτα τη δημοτική.

Ως τόσον εγώ εσπούδαξα με κάθε τρόπον εις το να ευχαριστήσω τον γέροντα, ο οποίος έδειχνε πώς ήτον πολλά ευχαριστημένος από λόγου μου, λέγοντάς μου πολλές φορές· Αμπτούλ, εσύ μου φαίνεσαι πολλά άξιος διά τα όσα έκαμα διά λόγου σου.

Έλειψε κάμποσο καιρό κ' εφανερώθηκε μόνο, όταν έδιωξαν τον παππά Συνέσιο, για να ξαναφύγη, σαν εγύρισε πάλι ο ψευτόπαππας, σταλμένος από τον Δεσπότη. Το παιχνίδι αυτό έγεινε δυο τρεις φορές· ήρχετο ο ένας, έφευγε ο άλλος.

Τέλος πάντων και τετάρτην φοράν ηθέλησε να φάγη ακόμη, και ημείς του εδώσαμεν καθώς και τες άλλες τρεις φορές· και έπειτα εστάθη δύο ώρες χωρίς να φάγη άλλο. Βαστώντας ετούτο το ολίγον διάστημα μας ωμίλησε με πολύ θάρρος· μας εξέταζε τον έναν ύστερα από τον άλλον διά τους τόπους μας, διά τες συνήθειες και τα συμβάντα μας.

Φώναζε τους αγροφυλάκους να πάρουνε τους γκράδες· ήθελε να τα ξεκάμη για να γλυτώση από δαύτα. — Τι; μισακό τον έχουμε τον τόπο! συχνόλεγε με θυμό. Της το είπα χίλιες φορές· όποιος θέλει θρεφτάρια ν' αγοράση και κουμάσι· δεν τόχω σκοπό ν' αναθρέψω εγώ τα μπαστάρδικα. Για να τα ξεκόψη σοφίστηκε χίλια δυο κακά. Το κεφαλάρι που έβγαινε έρριζα στο σπιτάκι, έβαλε και τόχτισαν με ξερολιθιά.

Άθελα θυμήθηκε το κρανίο που ηύρε την αυγή σε μια σαρκοφάγο· ένα κρανίο γυμνό και άδειο με το γέλοιο στα δόντια του. Προχώρησε στην πόρτα, χτύπησε, την έσπρωξε δυο τρεις φορές· μα η πόρτα έμεινε σφαλιστή. Κύτταξε τριγύρω του χωρίς να ξέρη τι γυρεύει κ' είδε άξαφνα το κλειδί σε μιαν άκρη. Κ' εκείνο είχε κάποιο γέλοιο απάνω του.