United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνη επάλαιψε με τον κόσμο, ανάθρεψε γαρυφαλίτσα πρόσχαρη τη Λενιώ. Δεν έλεγεν όμως ποτέ να της δώση άντρα γέροντα. Ούτε καν εδιάβαινε στον νου της τέτοιο κακό.

Αποτότε κ' ύστερα, καθετόσο ο παπάς, που επήγαινε να διαβάση στο κοιμητήρι, σαν εδιάβαινε από του Λίακα τον τάφο μπροστά, έβλεπε στην ίδια θέση πάντα, το ίδιο σκυλί, κατακόκινο, με τρίχα ορθή, φριγμένη, με μάτια κάρβουνα αναμένα. Τήραε τον παπά άγριο, άνοιγε το στόμα του να γρούξη, έδειχνε τα φοβερά του δόντια απειλητικά, και γένεται άνεμος κ' έσβυνε, γένεται μπουχός κ' εχάθη.

Γιατί άξαφνα εχύθηκεν από το βουνό της Μήλου μ' έναν ξερό και αδιάκοπο πάταγο σαν να εδιάβαινε από απέραντον καλαμιώνα το πουνεντογάρμπι, εκεφάλωσε τον Γρέγο και μας εξώρισεν ευθύς κάτω από την Κίμωλο. Ο καπετάν Κρεμύδας μόλις εσυνήρθε στον πάταγο κ' επρόσταξε να κατεβάσουμε τα πανιά. Μα ώστε να το ειπή εξεθύμανεν ο καιρός και σε λίγο έπηξε η θάλασσα κ' έγινε λιμνοστάσι.

Ήταν ήσυχος ανθρωπάκος αυτός, φευγάτος από την πατρίδα του, πολιτογραφημένος στην Ελλάδα, από τη δουλειά και την κακοπάθεια αφανισμένος. Είχεν ολόκληρη λυκοφαμελιά στη ράχη του κ' εκαταλάβαινε πως δεν του έμενε καιρός για μαλώματα και καυγάδες. Αλλ' ενώ εδιάβαινε κοντά στον Κώστα τον θερμαστή, εκείνος άπλωσεν επίβουλα την αρίδα του, επεδικλώθηκεν ο ναύτης κ' εκύλισε χάμω σαν ασκί.

Μια κορασίδα αγάπησε, μια λυγερή παρθένα, Τη Μάρω την πεντάμορφη, την πολυζηλεμένη. Που την εγύρευαν πολλοί, την αγαπούσαν χίλιοι Κι’ είταν αστέρι του χωριού της γειτονιάς καμάρι Και της μαννούλας της χρυσή κι’ ολόχαρη ελπίδα. Καμμιά δεν την εδιάβαινε, καμμιά δεν την περνούσεν. Απ’ όσες κι’ αν ευρίσκονταν σ’ Ανατολή και Δύση.

Έκανε φτου! φτου!... τρεις φορές· άλλες τρεις την έδερνε με τις πέτρες. Έπειτα πάλιν έπαιρνε τον ανήφορο, εδιάβαινε στην αγορά, έφτανε σπίτι του. Η γυναίκα του η όμορφη Χρυσούλα, ο γυναικάδερφός του ο Βάραγγας και ο γεροπεθερός του απόμαχος θαλασολύκος, έβλεπαν την κατάστασί του και ήσαν απαρηγόρητοι. Δεν ήξευραν τι να κάμουν πώς να τον σώσουν.

Κι' εδιάβαινε με έρωτας η ώρα κι' η ημέρα, πλην φευ! την ευτυχίαν μου εφθόνησεν η μοίρα, και εξ Ελλάδος έφθασε μ' ελληνικόν αέρα μία πολίτις Συριανή και μαυρομμάτα χήρα. Αφήκε την πατρίδα της, και ήρχετο να γίνη 'στο σπήτι του εμπόρου μου κυρία οικονόμος· καθώς κι' εγώ εξόριστος εστέναζε κι' εκείνη, και την εκούραζε πολύ της ξενιτειάς ο δρόμος.