United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έσυρεν από τη ζώνη το στυλέτο κ' εχύθηκεν απάνω στην αγάπη του την ώρα που το τσιμπούκι λίγο ήθελε να χωθή στην πέτρα. Άρπαξε τον Γιώργη από τα μαλλιά, πίσω εγύρισε το κεφάλι του και το στυλέτο άστραψε φιδόγλωσσα στο φως της ημέρας. Μα την ίδια στιγμή κύμα θεόρατο εκαβαλίκεψε την πρύμη, κεραυνός έσπασεν απάνω στον ανίερο βωμό κ' έρριξε μακριά τον θύτη από το θύμα του.

Είπα, κ' εκείνοι ωρκίσθηκαν ως είχα εγώ ζητήσει, και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' ετέλειωσαν εκείνοι, τ' ωρηό καράβι αράξαμε μες τον βαθύ λιμένα, 305 'που 'χε σιμά γλυκό νερό• και οι σύντροφοί μου εβγήκαν έξωτην γη, και τεχνικά τον δείπνον ετοιμάσαν, και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, έκλαιαν ενθυμούμενοι τους ποθητούς συντρόφους, 'π' άρπαξ' η Σκύλλα κ' έφαγεν απ' το βαθύ καράβι• 310 κ' ύπνος τους έπιασε γλυκός εκεί, 'που ακόμη εκλαίαν, και μες το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, άνεμον σήκωσε σφοδρόν ο αστραποφόρος Δίας, με φυσομάνισμα φρικτό, κ' ετύλιξετα νέφη πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. 315 και ως ήλθε η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, εις άντρο μέσα εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο• κ' ήσαν αυτού χορότοποι κ' έδραις Νυμφών ωραίαις. τότ' έκαμα συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• «ω φίλοι, αφούτο πλοίο μας πιοτό και βρώσις είναι, 320 τα βώδι' αυτά μη εγγίξουμε, μη συμφορά μας εύρη. ότι δεινού θεού τ' αρνιά τούτά 'ναι και η δαμάλαις, του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει».

Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμοςτην άκραν των Κικόνων, την Ίσμαρο• κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις• Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, 40 ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας. και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν. και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν 45 εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια. πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν, γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους εκατοικούσαντην στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. 50 τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη, πρωί• τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη. την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια, και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. 55 και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας, προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι• αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται, τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν. έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο 60 χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι. θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια, πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, 65 όσουςτον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων. και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξετα νέφη πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα• κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα 70 έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου, κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν, και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία. ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. 75 η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις. και άβλαπτος τότε θα' φθανατην ποθητήν πατρίδα, αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα 80 και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων. κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις, 'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη.

Εσήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή, εχαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώντας από τα χείλη της. Και άξαφνα στον ολοπόρφυρον αέρα εχύθηκεν αύρα μυστική, τραγούδι πολεμικό, παιάνες νικητήριοι, λέγεις κ' εγύριζε τόρα η Μακεδόνικη φάλαγξ από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη.

Είπε, τα νέφη εσύναξε κ' ετάραξε τον πόντον, αρπάζοντας την τρίαινα, και των ανέμων όλων ταις ζάλαις έσπρωξεν ομού, κ' ετύλιξετα νέφη πόντον και γη• κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. κ' Εύρος, Νότος, και Ζέφυρος σφοδρός αντάμα επέσαν, 295 και ο αιθερογέννητος Βορηάς, 'που μέγα σπρώχνει κύμα• και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του•