United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στα μέρη τούτα τα δικά μας ήτανε μια φορά ένα βασίλειο. Κι' ο βασιλιάς ο γέρος είχ' ένα μονάκριβο παιδί, που τ' αγαπούσε πιο πολύ κι' απ' την κορώνα του.

Τούτος όμως είναι μικρός και άτριχος σαν γυναίκα και μελαψός σαν λύκος. Βόσκει τράγους και βρωμάει τρομερά. Είναι και φτωχός ώστε να μη μπορή να θρέψη μήτε σκυλί. Κι' αν, καθώς λένε, τον εβύζαξε και γίδα, δεν ξεχωρίζει καθόλου από γίδι. Αυτά και τέτοια είπε ο Δόρκωνας· κ' ύστερα ο Δάφνης τούτα: — Εμένα με ανάθρεψε γίδα καθώς τον Δία.

Από όλα τούτα που με έκαμες και είδα, είπεν ο Καλίφης προς τον Αμπτούλ, και από την σκλάβαν που μου εχάρισες, δεν έχω καμμίαν αμφιβολίαν ότι εσύ έχεις τες πλέον εύμορφες γυναίκες που είνε εις την εξουσίαν σου. Αλήθεια, απεκρίθη ο Αμπτούλ, εγώ έχω σκλάβες μιας υπερβολικής ωραιότητος, μα δεν ημπορώ να αγαπήσω καμμίαν.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σωστά όλα τούτα θα ’τανε όσα μου λέγεις αν πεθαμένη η μάνα μου ήτον° αλλ’όσο ζη θα κατέχει με τρανός πάντοτε ο φόβος. ΙΟΚΑΣΤΗ Κι όμως μεγάλο του πατρός σου φως ο τάφος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πάντα όμως φοβίζει με ζώντας η μάνα. ΑΓΓΕΛΟΣ Και ποια γυναίκα την ψυχήν σου την τρομάζει; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Η Μερόπη με τον Πόλυβον που εζούσε, γέρο. ΑΓΓΕΛΟΣ Και γιατί εκείνη σου γεννά ένα φόβο τέτοιο;

Αφού ετελείωσα τούτα τα λόγια, έπεσα εις τα γόνατά της, και τα αγκάλιασα με θερμότητα.

Τούτα ενώ κείνος έζυαζετου λογισμού τα βάθη, 120 η Ελένη από τον θάλαμο τον μυροβόλον ήλθε, όμοια με την Αρτέμιδα, 'πώχει χρυσά τα βέλη. σιμά της βάζ' η Άδραστη θρονί καλοφτειασμένο, από απαλώτατο μαλλί τάπητα η Αλκίππη φέρνει, άργυρο κάλαθο η Φιλώ• δώρο ήταν της Αλκάνδρης, 125 της γυναικός του Πόλυβου, 'πουταις Αιγύπτιαις Θήβαις εκατοικούσε, και άπειρατο σπίτι έχει τα πλούτη• του Ατρείδη εκείνος έδωκε δύ' αργυρούς νιπτήραις, δυο τρίποδαις και τάλαντα δέκα χρυσά, και ακόμη η σύντροφος δώρα λαμπρά χάριζε της Ελένης, 130 χρυσή 'λεκάτη, κ' εύμορφο καλάθι τροχοφόρο, ολάργυρο, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη. κείνο τότε η θεράπαινα Φιλώ της παραθέτει από εργασμένα γνέματα γεμάτ' όλο, κ' επάνω με το γιοφύλλινο μαλλί τεντόνετο η 'λεκάτη• 135 κ' εκάθισεν εις το θρονί, οπού 'χεν υποπόδι, κ' ερώτησε τον άνδρα της η Ελένη, ένα προς ένα•

Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης• «Θάρρευε, μηδέ φοβηθής τόσο πολύτον νου σου• 825 είναι εις το πλάγι του οδηγός, 'που και άλλοι επιθυμούσαν,— γιατί μεγάλα δύναται,—νά στέκεται σιμά τους, η Αθηνά• και τώρ' αυτή σε συμπονεί, 'που κλαίεις, και μ' εξαπόστειλεν εδώ, τούτα να σου ομιλήσω».

Τούτα ενώ κάμναμεν εμείς, δεν ξέφυγε της Κίρκης ότι απ' τον Άδη εφθάσαμεν, αλλ' ήλθ' ευτρεπισμένη αμέσως• και η θεράπαιναις σιμά της 'φέρναν άρτο, κρέατα πλήθια και κρασί κόκκινο και φλογώδες. εστάθ' η ασύγκριτη θεάτην μέση μας και είπε• 20 «άνδραις σκληροί, 'που ζωντανοί κατέβητετον Άδη• διθάνατοι• μονόφορα οι άλλοι θνητοί πεθαίνουν. τώρα φαγί, τώρα κρασί, χαρήτ' εδ' ολημέρα, και θέλει ξεκινήσετε η αυγούλ' άμα ροδίση. τον δρόμο θα σας δείξω εγώ, και θα προειπώ τα πάντα, 25 μη λάχη και από επίβουλη διεστραμμένη γνώμη, 'ς το πέλαγος ή 'ς την στερηά, μέγα κακό σας εύρη».

Οι πατέρες ημών είχον έργον να δώσωσιν εις την Ελλάδα ελευθερίαν , ημείς δε θεωρούμεν ημέτερον ν' ασφαλήσωμεν αυτή ελευθερίας και προ πάντων να κτίσωμεν οικίας. Τούτα παρατηρούνται ουδόλως προτιθέμεθα ν' αμφισβητήσωμεν την αξίαν των ρητόρων και των κτιστών, αλλά μόνην την χρησιμότητα αυτών τη ποιήσει.

Η Ζεμπρούδα με τούτα τα υστερινά λόγια ετελείωσε διά να συγχίση τον νουν του Κατή. Όχι, όχι απεκρίθη αυτός, δεν αποθαίνεις, ούτε θέλεις πλέον κάμει την ζωήν που έως τώρα έκαμες. Δεν στέκει παρά εις εσένα το να έβγης από τα σκότη που σκεπάζουν την ωραιότητά σου, και να γένης εις τούτην την ίδιαν ημέραν, γυναίκα του Κατή του Μπαγδατιού.