United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξέρεις τίποτα, καπετάν-Παρμάκη; Παρετήρησεν ο οινοπώλης, θέλων να παρηγορήση τον λυπημένον διά τας νηνεμίας του νέου βίου πλοίαρχον. Θα σου βάλω μια κάλπη μεθαύριο. Μια κάλπη, που λες, να ιδής φουρτούνες που γυρεύεις! Να λες, αμάν, τι είνε τούτα;

Αυτά 'πε, και του απάντησα• «τούτα όλα θα σου κάμω, όσα μου λέγεις, άμοιρε, 'ς όλα θα δώσω τέλος». 80 Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις• εδώθ' εγώ το ξίφος μουτο αίμα επάνω εκράτουν, κείθε πολλά του φίλου μου το φάντασμα ωμιλούσε.

Στον καιρό του κατατρεγμού τα πήραν μαζί τους οι κατατρεγμένοι και πήγαιναν από πατέρα σε παιδί, παρηγοριά κ' ελπίδα τους. Το βρέφος καθώς τάνοιωσε απάνω του έβαλε τα κλάυματα. Ο γέρος το λυπήθηκε. — Μην κάνης έτσι, παιδί μου· του είπε μισοκλαίοντας κι ο ίδιος. Είνε βαρειά, το ξέρω, μα είνε ανάγκη να τα βαστάξης. Τούτα είνε η αληθινή κληρονομιά των προγόνων μας.

Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 160 κίνησε προς τον θάλαμο και πάλι ο Μελανθέας, να φέρη τα λαμπρ' άρματα· και ο θείος χοιροτρόφος τον νόησε και από σιμά τότ' είπε του Οδυσσέα· «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, ιδού, πάλιν ο πάγκακος, οπ' είχαμε υποπτεύσει, 165τον θάλαμο πορεύεται· συ τώρα δίδαξέ με, θα του αφαιρέσω την ζωήν, αν τον νικήσω πρώτα, ή θέλεις να τον φέρω εδώ να σου πλερώση εκείνος ταις τόσαις οπ' ωργάνισετο σπίτι σου ανομίαις

Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας εις την ψυχή του ευφραίνονταν, ως τ' άκουε, κ' οι άλλοι, Φαίακες οι μακρύκουποιτην θάλασσα ακουσμένοι.

Ε πόσο δα θα ευφρανθή ο Πρίαμος, κ' οι υιοί του, Και θα χαρούν πάρα πολλά κι' οι άλλοι Τρωαδίτες, Αν μάθουν όλα τούτα σας, και ότι πολεμηέσθε Εσείς των Δαναών οι πρώτ' εις ταις βουλαίς και μάχαις. Πεισθήτε όμως, ότ' οι δυω νεώτεροί μου είσθε. Εγώ συνέζησα ποτέ μ' άνδρας καλλίτερούς σας, Κ' εκείν' εμένα πώποτε δεν με καταφρονούσαν.

ΠΛΩΡ. Απ' όλα το καλύτερο είναι, ότι βρίσκομε γλυτωμένους τον βασιλέα με τη συντροφιά του· δεύτερα, το καράβι μας, που εδώ και τρεις ώρες τώχαμε παραδώσει για τσακισμένο, σώζεται γερό και ωραία ευτρεπισμένο, απαράλλακτα ωσάν την ώρα που το πρωτορρίξαμε στο πέλαο. Κύριε όλα τούτα τάκαμ' από τη στιγμή που σε άφησα. Επιδέξιο μου Πνεύμα!

Βρε παιδί μου, του έλεγε συχνά· δεν πιάνεις και συ να διαβάσης λιγάκι· τι προκοπή θα κάμης με τα παιγνίδια σου;... — Ας το, μάννα, το διάβασμα να χαθή! της απαντούσε βαριεστισμένος. Βιβλία είνε τούτα ή ψυχοβγάλτες! Γράμματασκοντάμματα· δεν τόχεις ακουστά; Εκείνη στεκότανε συλλογισμένη και δίβουλη. Δεν ήξερε από τέτοια. Στο πατρικό της μόνον την κυβέρνια του σπιτιού έμαθε.

Ήτον ως δεκάξη δεκαεφτά χρονών κόρη, ντροπαλή, λιγομίλητη, σεμνή, ροδοκόκκινη στο πρόσωπο και χαριτωμένη, γιομάτη χυμό και νιότη, με δυο καστανά γλυκά μάτια, με καλοκαμωμένο κορμί, μεστούς κόρφους και θρεμμένα κνήμια, καθώς δείχνονταν τούτα ως απάνου ξέσκεπα, όταν ευρίσκονταν καβάλα το φουστάνι της δε βολούσε να πέφτη κάτου και κάτου.

Γνωρίζω καλώτατα πως θαυμάζεις με τούτα που σου λέγω· μα θέλει παύσει ο θαυμασμός σου οπόταν σου διηγηθώ την ιστορίαν μου, και τα συμβεβηκότα που μου έτυχαν· πρέπει να σου τα φανερώσω θεληματικώς, επειδή και σε βλέπω πώς είσαι ένας άνθρωπος πολλά ευγενής και περίεργος.