Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Τότε ο Τζατσίντο ξαναπήρε κουράγιο. «Πρέπει να πεις στις θείες ότι δεν ήμουν εγώ εκείνος που σε συμβούλεψε να αναθέσεις στο θείο Πιέτρο να παραδώσει το καλάθι με τις προμήθειες. Εκείνες αυτό πιστεύουν. Πιστεύουν, και κυρίως η θεία Νοέμι, ότι εγώ γυρεύω τη φιλία του θείου Πιέτρο για να τις πάω κόντρα.

Και αν μεν λοιπόν σε φοβίζη η σκέψις ότι είναι δύσκολον να διατηρηθή μόνιμος η φιλία, και ότι εάν συμβή ρήξις, όταν η σχέσις σου δεν είναι ερωτική, θα βλαβώσι και οι δύο από κοινού, συλλογίσου πόσον μεγάλην βλάβην θα φέρη εις σε μόνον η ρήξις σου προς τους ερώντας, όταν έχης παραδώσει ό,τι πολυτιμότερον εις αυτούς, τους οποίους ευλόγως πρέπει να φοβήσαι περισσότερον, διότι πολλαί αφορμαί παρέχουν εις αυτούς λύπας και όλα τα νομίζουσιν ότι γίνονται προς βλάβην ιδικήν των.

Έληγεν ήδη η τέλεσις του βαπτίσματος και ο Αστρονόμος, όστις εξετέλει κατά την εσπέραν εκείνην χρέη νεωκόρου, απεμάκρυνε την κολυμβήθραν ο δε Μανώλης, όστις είχε παραδώσει την βαπτιστικήν του προς την μαίαν, παρετήρει μετά περιεργείας την στίλβουσαν κεφαλήν του Μπαρμπαρέζου, όστις ήτο ο μόνος μεταξύ των χωριανών φαλακρός.

Δε θα ξυπνούσε κείνη πια από την αναιστησία και μ' απελπισμένη καρδιά έπρεπε να γυρίσω μια μέρα στη νέα ζωή, που με πρόσμενε χωρίς εκείνη. Έτσι ζητούσα να μαντέψω τη σειρά των στοχασμών της, ενώ εκείνη βυθιζότανε ολοένα βαθήτερα στην εξουσία του θανάτου. Είτανε σα να είχα παραδώσει τον εαυτό μου και τη ζωή μου στο θάνατο και σα να λογαριαζόμαστε κ' οι δυο μαζί, αυτή και γω, με τον κόσμο.

Με θλιβερόν πρόσωπον κεκλιμένον προς τα κάτω, εθεώρει τον άνθρωπον όστις τον είχε προδώσει, όστις του είχεν αφαιρέσει την σύζυγον και το τέκνον του, τον είχε προσελκύσει εις ενέδραν δολοφόνων, και όστις, αφού όλα τα εγκλήματα τω είχον συγχωρηθή εν ονόματι του Χριστού, τον είχε και πάλιν παραδώσει εις τους δημίους. Οι οφθαλμοί του Γλαύκου ήσαν προσηλωμένοι επί του προσώπου του Έλληνος.

Η εγγύς παρουσία της μαύρης εκείνης ανομίας, η έλλειψις και της παθητικής ακόμη ταπεινώσεώς του να συγκινήση ή να θίξη τον βδελυρόν σκοπόν του ανθρώπου, ετάραξε την ανθρωπίνην καρδίαν του Ιησού μέχρι των βαθυτάτων μυχίων της, και απέσπασεν απ' Αυτού εν τη αγωνία Του την σαφεστέραν ακόμη πρόρρησιν, «Αμήν, αμήν, λέγω υμίν, ότι είς εξ υμών παραδώσει Με». Την νύκτα εκείνην όλοι, και οι πλέον αγαπημένοι, έμελλον να Τον εγκαταλίπωσιν, αλλά δεν ήτο τούτο· την νύχτα εκείνην και ο ευτολμότερος την καρδίαν έμελλε να Τον αρνηθή μεθ' όρκου, αλλά δεν ήτο τούτο· όχι, αλλ' είς εξ αυτών έμελλε να Τον παραδώση.

Σωκράτης Ειπέ μου λοιπόν· εάν τις υπάγη εις τον φίλον σου Εριξύμαχον ή τον πατέρα αυτού Ακουμενόν και είπη ότι εγώ γνωρίζω τοιαύτα ιατρικά να προσφέρω εις τα σώματα, ώστε εάν θέλω να τα θερμαίνω και να τα κρυώνω και, εάν μεν μου φανή καλόν, να τα κάμω να εξεμώσι, εάν δε πάλιν όχι, να αφοδεύωσι και άλλοι πάρα πολλά τοιαύτα, και επειδή γνωρίζω αυτά έχω την αξίωσιν ότι είμαι ιατρός και ότι και άλλον κάμνω ιατρόν, εάν εις αυτόν ήθελον παραδώσει την επιστήμην τούτων· τι νομίζεις ότι θα έλεγον εάν ήκουον αυτά οι φίλοι σου;

ΠΛΩΡ. Απ' όλα το καλύτερο είναι, ότι βρίσκομε γλυτωμένους τον βασιλέα με τη συντροφιά του· δεύτερα, το καράβι μας, που εδώ και τρεις ώρες τώχαμε παραδώσει για τσακισμένο, σώζεται γερό και ωραία ευτρεπισμένο, απαράλλακτα ωσάν την ώρα που το πρωτορρίξαμε στο πέλαο. Κύριε όλα τούτα τάκαμ' από τη στιγμή που σε άφησα. Επιδέξιο μου Πνεύμα!

Αυτά 'πε' και να κοιμηθή και αυτής εκαλοφάνη. 295 και άμ' έπεσαν τους κύκλωσαν του πολυβούλου Ηφαίστου τα τεχνικώτατα δεσμά, και ουδέ μέλος κανένα να κινήσουν εδύνονταν, ή ολίγο να σηκώσουν• κ' ένοιωσαν τότε ότι φυγής κανείς δεν ήταν τρόπος, και ο ζαβοπόδης ο θεόςολίγο ήλθε σιμά τους, 300 επειδή οπίσω εγύρισε πριν εις την Λήμνο φθάση• ότι σκοπός του εφύλαγεν ο Ήλιος και του το 'πε. με την καρδιά περίλυπη πλησίασετο δώμα, 'ς τα πρόθυρα εσταμάτησε, και άγρια χολή τον πήρε, και φρικτήν έσυρε βοήτους αθανάτους όλους• 305 «Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, ελάτ', έργ' αξιογέλαστα και αβάστακτα να ιδήτε, με, τον χωλόν, πώς του Διός η κόρ', η Αφροδίτη, καταφρονεί και αγάπησε τον ανδροφόνον Άρη, ότ' είναι ωραίος, και γερόςτα πόδια, κ' εγώ είμαι 310 εκ γενετής αστερέωτος• και εις τούτο ποιος μου πταίει παρά και οι δύο μου γονείς, να μη 'χαν με γεννήσει. αλλά θα ιδήτε πώς αυτοί κοιμούνται αγκαλιασμένοι• κυττάζω εγώ και οδύρομαι 'που η κλίνη μου επατήθη. παρόμοιο πλάγιασμα, θαρρώ, δεν θα ζητήσουν πλέον, 315 μ' όσον και αν έχουν έρωτα, ουδέ για ολίγην ώρα. αλλ' απ' τα επίβουλα δεσμά δεν θα λυθούν εκείνοι, πριν λάβω απ' τον πατέρα της οπίσ' όλα τα δώρα, όσα 'χω για την άσεμνη την κόρη παραδώσει. καλ' είναι η θυγατέρα του, αλλά δεν έχει γνώσι». 320

Είπε πώς είχε πιή στη θάλασσα την αγάπη και το θάνατο. Είπε την προδοσία των βαρώνων και του νάνου. Είπε πώς ωδηγήθη η Βασίλισσα στην πυρά, πώς παρεδόθη στους λεπρούς, και της αγάπες τους στο μεγάλο άγριο δάσος. Πώς την είχε παραδώσει στο Βασιληά Μάρκο. Και πώς, αφού έφυγε μακρυά της, θέλησε ν' αγαπήση την Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν