United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τρεμούλα άπλωσε η Ιζόλδη το δεξί χέρι στα οστά των αγίων και είπε: «Βασιληά του Λογρ, και σεις Βασιληά της Κορνουάλλης, και σεις άρχοντα Γκωβαίν, άρχοντα Κε, άρχοντα Ζιρφλέ, και σεις όλοι που ήρθατε δω εγγυητές μου, σ' αυτά τα άγια λείψανα και σ' όλα τα άγια λείψανα που βρίσκονται στον κόσμο, ορκίζομαι ότι ποτέ κανείς άνθρωπος γεννημένος από γυναίκα δε με κράτησε στα χέρια του εκτός από το Βασιληά Μάρκο τον κύριό μου, κι' από το φτωχό προσκυνητή που προ ολίγου έπεσε χάμω μπρος στα πόδια σας.

Γι' αυτό οι βαρώνοι επίεσαν τον Βασιλέα Μάρκο να πάρη γυναίκα μια βασιλοπούλα, που θα τούδινε νόμιμους κληρονόμους. Αν αρνιότανε, θα πηγαίνανε στους πύργους των, να του στήσουν πόλεμο. Ο Βασιληάς αντιστεκότανε και έκανε όρκους ότι όσο ζούσε ο αγαπημένος του ανηψιός, ποτέ, καμμιά βασιλοπούλα δε θα γινότανε γυναίκα του.

Την ωρισμένη μέρα, όταν οι βαρώνοι συναθροίσθηκαν στην θολωτή σάλα του ανακτόρου, και ο Βασιληάς Μάρκος κάθησε στο θρόνο του, ο Μόρχολτ μίλησε έτσι: «Βασιληά Μάρκο, άκουσε για τελευταία φορά το μήνυμα του Βασιληά της Ιρλανδίας και κυρίου μου. Σου παραγγέλνει να πληρώσης επί τέλους τον φόρο που του οφείλεις.

Αφού σκοτώθηκε ο Μάρκος, έφεραν οι Σουλιώτες το λείψανό του και το ξάπλωσαν εμπρόςτο νάρθηκα της εκκλησιάς του Μοναστηρίου. Σηκώθηκε τότε ο Καραϊσκάκης από το κρεββάτι κ' επήγε σέρνοντας και φίλησε με δάκρυα το νεκρό του Μάρκου· κ' είπε·Άμποτε, ήρωα Μάρκο, κ' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω. Κ' επήγε αληθινά όπως ευχήθηκε, ο ήρωας.

Ωραίε Τριστάνε, παράξενο μου φαίνεται να υπάρχη τόπος όπου οι γυιοί των εμπόρων μαθαίνουν πράγματα που αλλού δεν τα ξέρουν ούτε τα παιδιά των ιπποτών. Έλα όμως μαζύ μας, αφού το θέλεις, και καλοσωρισμένος νάσαι. Θα σε οδηγήσωμε μπρος στο Βασιληά Μάρκο, τον κύριό μας». Ο Τριστάνος τέλειωσε το κομμάτιασμα του ελαφιού.

Μια τόσο απαίσια βρώμα έβγαινε από της πληγές του, ώστε και οι πειο αγαπημένοι του φίλοι έφευγαν από κοντά του, όλοι εκτός από τον Βασιληά Μάρκο, τον Γκορνεβάλη, και τον Νανάς ντε Λιντάν, που μόνοι μπορούσαν κ' έμεναν στο προσκέφαλό του: η αγάπη τους υπερνικούσε τη φρίκη. Επί τέλους ο Τριστάνος είπε και τον μετέφεραν σε μια καλύβα χτισμένη απόμερα, στην παραλία.

Αλλά μ' ευρήκε » Βόλιτο μέτωπο ζεστό » Και μεςτη γη μ' αφήκε. » Τρέχουν μ' αρπάζουν τα παιδιά. » Και η ψυχή μου βγαίνει.» «'Σ το Μεσολόγγι, Μάρκο μου. » Θυμάσαι; 'ς το πλευρό σου » Πολέμησα!.» Χωρίς, χωρίς Να σηκωθή ο Γρίβας Ο Θοδωράκης · φώναξε, Άλλος νέος Αννίβας. « Και πόσαις μάχαις έκαμα » Μετά το θάνατό σου!...»

Κι' έπειτα από χίλιους κινδύνους, μια μέρα παρουσιάστηκε πάλι μπρος στον Βασιληά Μάρκο. Μέσ' την αυλή του Βασιληά Μάρκου ήτανε τέσσερες βαρώνοιοι πειο άπιστοι των ανθρώπωνπου μισούσαν με μαύρο μίσος τον Τριστάνο για την αντρεία του και για την τρυφερή αγάπη που του είχε ο Βασιληάς. Και ξέρω καλά να σας ξαναπώ τα ονόματά τους: Αντρέ, Γκενελόν, Γοντοΐν, και Ντενοαλέν.

— Ο Τριστάνος. — Πότε τον είδες; — Αυτό το πρωί και τον εγνώρισα καλά. Μπορείτε και σεις αύριο την αυγή να τον δήτε που έρχεται, με το σπαθί του ζωσμένο, ένα τόξο στο χέρι, δυο βέλη στο άλλο. — Πού θα τον δούμε; — Από ένα παράθυρο που ξέρω γω. Μα αν σας τον δείξω τι θα μου δώστε; — Ένα χρυσό μάρκο, και θα γίνης ένας πλούσιος σκλάβος. — Λοιπόν, ακούστε, είπεν ο δούλος.

Θα φέρουν την είδησι στο Βασιληά: θα ιδούν την τρυφερότητα να γίνεται μανία, τον Τριστάνο διωγμένο ή σκοτωμένο, και της Βασίλισσας τα μαρτύρια. Εφοβούντο μολαταύτα το θυμό του Τριστάνου. Αλλά στο τέλος το μίσος ενίκησε τον τρόμο: μια μέρα οι τέσσερες βαρώνοι εζήτησαν ακρόασι από το Βασιληά Μάρκο. Και ο Αντρέ του είπε: — Ωραίε Βασιληά, δίχως άλλο η καρδιά σου θα οργισθή.