United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


1854, Φλεβαριού 26 . Των Αγίων Θεοδώρων ο καπετάν Θοδωράκης Γρίβας στο Κουτσουλιό πολέμησε με τ' ασκέρια του Αβδή πασά από το πρωί ως το βράδυ με ολίγα παλληκάρια και με το γιο του το Δημητράκη. Το βράδυ τ' ασκέρια φοβήθηκαν μην πλακώσουν και Σουλιώτες και γύρισαν στα Γιάννινα και την αυγή ο Γρίβας έφυγε για το Μέτσοβο. 1855, Φλεβαριού 6 , μέρα Τετράδη.

Ο Θεόδωρος Μπούας Γρίβας κατά την πρώτην εν Πελοπονήσω οθωμανικήν εισβολήν επολέμησεν ως οπλαρχηγός μετά του συγγενούς αυτού Κορκονδείλου Κλαδά κατά Βενετών και Τούρκων. Ύστερον η οικογένεια εγκατέστη εν Αλβανία και μέλη τινα εξ αυτής μετώκησαν εκείθεν εις την Επτάνησον και την Ακαρνανίαν.

Τ' είν' το κακό που γίνεται και η ταραχή η μεγάλητα Ρόγκατα Ποληόρογκατο αμπέλιατα αμπελάκια; Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θηριά μαλώνουν; Κι' ουδέ βουβάλια σφάζονται κι' ουδέ θηριά μαλώνουν. Ο Δράκο Γρίβας πολεμάει με δώδεκα χιλιάδες Μαουλουμπασάδες δώδεκα, πασάδες δέκα πέντε Ταράχκτηκεν η Πρέβεζα και όλ' η Βαλαώρα.

&1854, Φλεβαριού 26&. Των Αγίων Θεοδώρων ο καπετάν Θοδωράκης Γρίβας στο Κουτσουλιό πολέμησε με τ' ασκέρια του Αβδή πασά από το πρωί ως στο βράδυ με ολίγα παλληκάρια και με το γιο του το Δημητράκη. Το βράδυ τ' ασκέρια φοβήθηκαν μην πλακώσουν και Σουλιώτες και γύρισαν στα Γιάννινα και την αυγή ο Γρίβας έφυγε για το Μέτσοβο.

Ο Ζάλογγος δε φαίνεται, τον έχωσε η χιονούρα Κ' η πυκνωμένη η συγνεφιά, κατά την Άρτα... μπόρα! Αγνάντεψ' αχ' το Σέσοβο, η Λούτσα είν' αβλεμόνι, Εβούλιαξε η Τρανταφυλλιά, πελάγωσε η Φραξίλα. Πνίγεται ακέρια η Λάμαρη... Ήρθες, κυρ Γάκη, κι' όλας; Άξιος οπού 'νε ο γρίβας σου; — Ανεμοπόδης, γέρο. — Ανοιχτοπάτης δυνατός. — Και νυχτομαθημένος. — Ο αβάσκαγος! — Την Πρέβεζα την παίρνει για τρεις ώρες.

Αλλά μ' ευρήκε » Βόλιτο μέτωπο ζεστό » Και μεςτη γη μ' αφήκε. » Τρέχουν μ' αρπάζουν τα παιδιά. » Και η ψυχή μου βγαίνει.» «'Σ το Μεσολόγγι, Μάρκο μου. » Θυμάσαι; 'ς το πλευρό σου » Πολέμησα!.» Χωρίς, χωρίς Να σηκωθή ο Γρίβας Ο Θοδωράκης · φώναξε, Άλλος νέος Αννίβας. « Και πόσαις μάχαις έκαμα » Μετά το θάνατό σου!...»

Έφθασα »'Σ του Μέτσοβου τη ράχη, » Κοντάτο γλυκοχάραγμα, » Που ο πετρίτης 'βγαίνει.» « Κ' εκεί με του Αβδή-πασσά » Τ' ασκέρια πολεμάω. » Τα καταστρέφω. Έφυγα «'Σ το 'Νάπλι κατεβαίνω. » Και από αρχιστράτηγος » Στρατάρχης ανεβαίνω. » Εκεί 'πεθνήσκω. Τούρκους πλειό » Δεν 'μπόρεσα να φάω.» Ο Γρίβας εσιώπησε.

« Μ' έκραζε 'πό την Εκκλησιά » Ο υιός μου Δημητράκης: » — Καρδιά, πατέρα! μ' έλεγε, » Οι Τούρκοι μη σε σκιάζουν, » Ας είναι τόσοι· Βάστα συ » Τον πόλεμο· Ας ριάζουν »'Σα λύκοι. Βάστα! Γρίβας συ « Αν είσαι Θοδωράκης

Δράξας την ευκαιρίαν ταύτην ο εκ Βάλτου Τζεκούρας εισήλασεν εις Ακαρνανίαν και ήρπασε περί το 1680 το κληρονομικόν των Γριβαίων αξίωμα. Ολίγον ύστερον ο Απόστολος Γρίβας, όστις διέμενεν εις Τόσκεσι του Σουλίου, επέπεσε μετά 100 οπαδών κατά του Τζεκούρα και ανακτήσας το αρματωλίκιον κατώκησεν εν Περατιά της Ακαρνανίας παρά τους πρόποδας του όρους Λάμιας.

Ο Γαρδικιώτης Γρίβας και ο Χριστόδουλος Χατζή Πέτρου, οι οποίοι ήσαν φυλακή κατ' εκείνην την ημέραν εις το μέρος όπου έκαμαν το κίνημα οι εχθροί, μη έχοντες περισσοτέρους των τριάκοντα στρατιωτών, δεν ηδυνήθησαν ν' απαντήσωσι την ορμήν των. Υποχωρήσαντες λοιπόν ολίγον κατώτερον της οδού και αναγγείλαντες εις τον Καραϊσκάκην το πράγμα, έμειναν ούτως, έως ού διέβη το πλειότερον μέρος των εχθρών.